Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αμάρτημα
αμάρτημα,
το, ουσ.
[<μτγν. ἁμάρτημα], το αμάρτημα· το σοβαρό λάθος: «το αμάρτημά μου είναι που
σ’ εμπιστεύτηκα κι έχασα τα λεφτά μου»·
-
θανάσιμο αμάρτημα, το
αμάρτημα που σύμφωνα με τη θρησκευτική αντίληψη είναι ασυγχώρητο: «ο φθόνος
θεωρείται θανάσιμο αμάρτημα»·
- τα
επτά θανάσιμα αμαρτήματα, τα
επτά αμαρτήματα που σύμφωνα με τη θρησκευτική αντίληψη που επικρατούσε κατά τη
μεσαιωνική περίοδο είναι ασυγχώρητα και είναι η λαιμαργία, η απληστία, η έπαρση,
η οκνηρία, η ζηλοφθονία, η οργή και η λαγνεία.