Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αχώνευτος
αχώνευτος, -η, -ο, επίθ. [<μσν. ἀχώνευτος], αχώνευτος· που δεν προξενεί τη συμπάθεια λόγω των πράξεών του, που δεν είναι συμπαθητικός, που είναι αντιπαθητικός: «έχει κατιτί επάνω του αυτός ο άνθρωπος, που τον κάνει αχώνευτο».