Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αφίλιωτος
αφίλιωτος, -η, -ο, επίθ. [<μτγν. ἀφιλίωτος]. 1. που δε φίλιωσε, που δε συμφιλιώθηκε με κάποιον: «μάλωσαν τα δυο αδέρφια για τα κληρονομικά κι ακόμη παραμένουν αφίλιωτα». 2. που δεν μπορεί να συμβιβαστεί, ο ασυμβίβαστος, ο αδιάλλακτος: «έχουν αφίλιωτο μίσος».