Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αφασία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αφασία, η, ουσ. [<αρχ. ἀφασία], η αφασία·
- είναι αφασία, α. είναι πολύ διασκεδαστικός, πολύ ευχάριστος: «τον θέλουν όλοι στην παρέα τους, γιατί είναι αφασία ο τύπος». β. δεν καταλαβαίνει τίποτε από όσα κακά συμβαίνουν γύρω του, είναι πολύ αναίσθητος: «ποιος να σε βοηθήσει, αυτός; Αυτός είναι αφασία, αγόρι μου». γ. το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, παρουσιάζει ενδιαφέρον, είναι πρωτότυπο: «δεν είναι αφασία αυτό τ’ αεροπλανάκι που αγόρασα για το γιο μου;»·
- περάσαμε αφασία, περάσαμε πάρα πολύ καλά, ευχάριστα, εξαιρετικά: «το βράδυ στο πάρτι του τάδε περάσαμε αφασία»·
- το παίζει αφασία, προσποιείται πως δεν καταλαβαίνει τίποτα απ’ όσα κακά συμβαίνουν γύρω του ή και σε αυτόν τον ίδιο και παρουσιάζεται ευχάριστος, κεφάτος: «ό,τι κακό και να γίνεται στον κόσμο, δεν ιδρώνει τ’ αφτί του και το παίζει πάντα αφασία».