Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αστραπή

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αστραπή, η, ουσ. [<αρχ. ἀστραπή], η αστραπή·
- έγινε αστραπή, βλ. συνηθέστ. έφυγε αστραπή·
- έπαθα αστραπή, (στη νεοαργκό) μένω εμβρόντητος, κατάπληκτος: «ήταν τόσο όμορφη που μόλις την είδα έπαθα αστραπή»·
- έφυγε αστραπή, έφυγε πολύ γρήγορα, αστραπιαία: «μόλις έμαθε πως χτύπησε ο αδερφός του, έφυγε αστραπή». (Λαϊκό τραγούδι: στράτα τη στράτα σου το ’χω πει, φεύγουν τα νιάτα σαν αστραπή
- καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται, βλ. λ. ουρανός·
- με ταχύτητα αστραπής, βλ. φρ. σαν αστραπή·
- σαν αστραπή, λέγεται για ό,τι κινείται ή γίνεται πάρα πολύ γρήγορα: «το μαχητικό αεροπλάνο διέσχισε σαν αστραπή τον ουρανό || ξαφνικά, πέρασε σαν αστραπή η ιδέα απ’ το μυαλό μου πως ο ένοχος ίσως να ήταν ο τάδε». (Τραγούδι: στη νύχτα βγαίνει σαν αστραπή και με τα νύχια σκάβει για να με βρει
- τα μάτια του βγάζουν αστραπές ή τα μάτια του πετούν αστραπές, βλ. λ.μάτι·
- ταξίδι αστραπή, βλ. λ. ταξίδι·

ταξίδι

ταξίδι, το, ουσ. [<μσν. ταξίδι(ο)ν (= εκστρατεία) υποκορ. του ουσ. τάξις], το ταξίδι· η κατάσταση του ανθρώπου που βρίσκεται υπό την επήρεια ναρκωτικού: «ό,τι και να του πεις, δε θα καταλάβει τίποτα, γιατί τη στιγμή αυτή βρίσκεται σε ταξίδι». Υποκορ. ταξιδάκι, το. (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- άλλο ξίδι κι άλλο ταξίδι, λέγεται ειρωνικά, όταν προσπαθεί κάποιος να συγκρίνει δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή λέγεται ειρωνικά, όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ανάμεσα σε δυο πράγματα ή καταστάσεις: «άλλα έξοδα έχει το δικό σου το ψιλικατζίδικο κι άλλα το εργοστάσιό μου, γιατί άλλο ξίδι κι άλλο ταξίδι». Για συνών. βλ. φρ. άλλο ναύτης κι άλλο καντηλανάφτης, λ. άλλος·
- γαμήλιο ταξίδι, βλ. φρ. μήνας του μέλιτος. (Λαϊκό τραγούδι: θα της περάσει ο θυμός μόλις θα πιει το ξίδι κι όταν θα μάθει πήγαμε γαμήλιο ταξίδι
- έφυγε για τ’ αγύριστο ταξίδι, βλ. συνηθέστ. έφυγε για το μεγάλο ταξίδι·
- έφυγε για το αιώνιο ταξίδι, βλ. φρ. έφυγε για το μεγάλο ταξίδι·
- έφυγε για το μεγάλο ταξίδι, πέθανε: «εδώ έμενε αυτός που ζητάς, αλλά πάει καιρός που έφυγε για το μεγάλο ταξίδι»·
- έφυγε για το στερνό ταξίδι, πέθανε: «μετά από πολύμηνη μάχη με την αρρώστια του, έφυγε για το στερνό ταξίδι»·
- έφυγε για το τελευταίο ταξίδι, βλ. φρ. έφυγε για το μεγάλο ταξίδι·
- καλό ταξίδι! ή καλό σου ταξίδι! α. ευχή σε κάποιον, που ξεκινάει να ταξιδέψει, να κάνει ευχάριστο ταξίδι, χωρίς αναπάντεχες δυσκολίες ή προβλήματα. (Τραγούδι: καλό σου ταξίδι,κρυφή μου χαρά, αντίο, στερνή μου ελπίδα). β. ευχετική έκφραση σε θανόντα: «όλος ο καλλιτεχνικός κόσμος ευχήθηκε συντετριμμένος καλό ταξίδι στον πρόωρα αποβιώσαντα συνάδελφό τους». γ. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που, για κάποιο λόγο, μας ανακοινώνει με εκβιαστική διάθεση πως θα αποχωρήσει από την ομήγυρη, από το χώρο ή τον τόπο στον οποίο βρισκόμαστε, με την έννοια μπορείς να φύγεις ό,τι ώρα θέλεις, δε σε κρατάει κανείς με το ζόρι·
- κάνω ταξίδι ή κάνω ταξίδια, ταξιδεύω: «είναι στο δωμάτιό του και τακτοποιεί τη βαλίτσα του, γιατί ετοιμάζεται να κάνει ταξίδι || από μικρό παιδί μ’ αρέσει να κάνω ταξίδια»·
- μεγάλο ταξίδι, χαρακτηρίζει το μακρινό ταξίδι: «είναι μέρες τώρα που ετοιμάζεται, γιατί έχει να κάνει μεγάλο ταξίδι»· βλ. και φρ. το μεγάλο ταξίδι·
- σε γάμο και ταξίδι μήτε λάδι μήτε ξίδι, βλ. λ. γάμος·
- τ’ αγύριστο ταξίδι, βλ. συνηθέστ. το μεγάλο ταξίδι·
- ταξίδι αστραπή, λέγεται όταν, αυτός που το πραγματοποιεί, μένει στο μέρος που επισκέπτεται πολύ μικρό χρονικό διάστημα: «έκανε ένα ταξίδι αστραπή στη Ρώμη κι επέστρεψε την επομένη»·
- ταξίδι του μέλιτος, βλ. φρ. μήνας του μέλιτος·
- ταξίδι χωρίς γυρισμό, βλ. φρ. το μεγάλο ταξίδι·
- ταξίδι χωρίς επιστροφή, βλ. φρ. το μεγάλο ταξίδι·
- το αιώνιο ταξίδι, βλ. φρ. το μεγάλο ταξίδι·
- το μεγάλο ταξίδι, ο θάνατος: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβε πως δεν μπορούσε να γίνει καλά, ήταν ανά πάσα στιγμή έτοιμος για το μεγάλο ταξίδι»· βλ. και φρ. μεγάλο ταξίδι·
- το στερνό ταξίδι, ο θάνατος: «κανείς δε γλιτώνει απ’ το στερνό ταξίδι». (Λαϊκό ταξίδι: μη με ξυπνήστε το πρωί, γιατί θα έχω φύγει με δίχως τη βαλίτσα μου για το στερνό ταξίδι
- το τελευταίο ταξίδι, βλ. φρ. το στερνό ταξίδι·
- φτωχός καπετάνιος, πλούσιο ταξίδι δεν κάνει, βλ. λ. καπετάνιος.