Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αριθμός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αριθμός, ο, ουσ. [<αρχ. ἀριθμός], ο αριθμός·
- αριθμός κυκλοφορίας, ο αριθμός που αναγράφεται στις πινακίδες των οχημάτων: «θέλω να βρείτε τον οδηγό του αυτοκινήτου με αριθμό κυκλοφορίας τάδε». Συχνά ακούγεται σε χώρους όπου είναι συγκεντρωμένοι πολλοί άνθρωποι (γήπεδα, κέντρα διασκέδασης) η εξής στερεότυπη φράση: «ο οδηγός αυτοκινήτου με αριθμό κυκλοφορίας τάδε να έρθει να το μετακινήσει, γιατί εμποδίζει την είσοδο·
- μεγάλος αριθμός, (γενικά) πλήθος: «μεγάλος αριθμός ανθρώπων || μεγάλος αριθμός πραγμάτων»·
- μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός, α. κέρδισα τον πρώτο αριθμό λαχείου: «τώρα που μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός, θα βγάλω τ’ απωθημένα μου». (Λαϊκό τραγούδι: βόηθα Χριστέ και Παναγιά, λαχείο σαν θα πάρω, να πέσ’ ο πρώτος αριθμός,τη βόλτα μου να κάνω).β. μου προέκυψε ανέλπιστα κάτι πολύ ευχάριστο, πολύ επιθυμητό: «αυτή η δουλειά που πέτυχα, ήταν σα να μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός». γ. (και για τα δυο φύλα) πέτυχα απόλυτα στην εκλογή συντρόφου, συζύγου: «η γυναίκα που παντρεύτηκα είναι σαν να μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός». δ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, εννοώντας πως μου προέκυψε αναπάντεχα κάτι πολύ δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο: «είδα τυχαία την πεθερά σου στο δρόμο και μου ’πε πως θα ’ρθει να μείνει στο σπίτι σας για μια βδομάδα. -Μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός». Συνήθως, στην τελευταία περίπτωση, της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα·
- μου ’τυχε ο πρώτος αριθμός, βλ. φρ. μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός·
- ο υπ’ αριθμόν ένα, ο πιο σπουδαίος, ο πιο σημαντικός σε καλό ή σε κακό: «ο τάδε είναι ο υπ’ αριθμόν ένα γιατρός || ο τάδε είναι ο υπ’ αριθμόν ένα απατεώνας». Πολλές φορές, η φρ. σε συντομία στον τύπο ο υπ’ αρίθμ. ένα·
- ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος, βλ. λ. κίνδυνος·
- πήρα τον πρώτο αριθμό, βλ. φρ. μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός·
- σε αριθμό, δηλώνει ποσότητα  ή πλήθος: «στο λιμάνι κατέπλευσαν πολλά πλοία σε αριθμό || το τάδε κόμμα έχει πολλούς σε αριθμό οπαδούς».

κίνδυνος

κίνδυνος, ο, ουσ. [<αρχ. κίνδυνος], ο κίνδυνος. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βάζω σε κίνδυνο (κάποιον ή κάτι), εκθέτω σε κίνδυνο κάποιον ή κάτι: «με τις άστοχες ενέργειές σου βάζεις σε κίνδυνο όλη την οικογένειά σου || με τα συνεχή ξενύχτια σου βάζεις σε κίνδυνο την υγεία σου»·
- βρίσκεται εκτός κινδύνου, βλ. φρ. είναι εκτός κινδύνου·
- διατρέχω κίνδυνο να… ή διατρέχω τον κίνδυνο να…, κινδυνεύω: «μη σκύβεις πολύ έξω απ’ το μπαλκόνι, γιατί διατρέχεις τον κίνδυνο να βρεθείς στο κενό || δεν πλήρωσα τα τελευταία νοίκια του σπιτιού και διατρέχω τον κίνδυνο να με πετάξει έξω ο σπιτονοικοκύρης μου»·    
- είναι δημόσιος κίνδυνος! α. είναι πολύ κακός οδηγός, ιδίως αυτοκινήτου: «μην του δώσεις ποτέ να οδηγήσει τ’ αυτοκίνητό σου, γιατί είναι δημόσιος κίνδυνος!». β. είναι επικίνδυνος για την κοινωνία: «δραπέτευσε απ’ το φρενοκομείο ένας τρόφιμος, που είναι δημόσιος κίνδυνος!»·
- είναι εκτός κινδύνου, α. παρόλο το σοβαρό τραυματισμό του ή παρ’ όλη τη σοβαρή ασθένειά του έχει διαφύγει τον κίνδυνο να πεθάνει: «μετά την τελευταία εξέταση ο γιατρός ανακοίνωσε πως ο ασθενής είναι εκτός κινδύνου». β. (γενικά) έχει διαφύγει τον οποιοδήποτε κίνδυνο: «τώρα που παραγράφηκε η υπόθεση της κατάχρησης, είναι εκτός κινδύνου»·
- είναι κίνδυνος θάνατος! α. είναι πολύ κακός οδηγός, ιδίως αυτοκινήτου: «όποτε παίρνει τ’ αυτοκίνητό του, είναι κίνδυνος θάνατος!». β. οτιδήποτε θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή μας: «τα ναρκωτικά είναι κίνδυνος θάνατος για τη νεολαία μας!». (Λαϊκό τραγούδι: κίνδυνος-θάνατος! για πάρτε το χαμπάρι, καινούρια μέτρα οι γυναίκες έχουν πάρει· κι όποιος στον έρωτα σωστά δεν περπατήσει ένα μπουκάλι βιτριόλι θ’ αντικρίσει).Από την ένδειξη «κίνδυνος θάνατος!» που υπάρχει σε διάφορα μέρη, ιδίως από όπου περνάει ρεύμα υψηλής τάσεως·
- έξοδος κινδύνου, βλ. λ. έξοδος·
- θέτω σε κίνδυνο (κάποιον ή κάτι), βλ. φρ. βάζω σε κίνδυνο (κάποιον ή κάτι)·
- κρούω τον κώδωνα του κινδύνου, προειδοποιώ κάποιον ή κάποιους για επικείμενο κακό ή για επικείμενη δυσάρεστη κατάσταση: «για να σας κρούω εγώ τον κώδωνα του κινδύνου, σημαίνει πως ο νέος διευθυντής είναι πολύ στραβόξυλο»·
- ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος, ο μεγαλύτερος κίνδυνος, η μεγαλύτερη απειλή, ο μεγαλύτερος απειλητικός ή αρνητικός παράγοντας: «τα ναρκωτικά είναι ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος της νεολαίας». Πολλές φορές, στον προφορικό λόγο η φρ. σε συντομία ο υπ’ αριθμ. ένα κίνδυνος·
- ομάδα υψηλού κινδύνου, κατηγορία ατόμων που διατρέχουν άμεσο κίνδυνο από κάτι: «οι ναρκομανείς και οι ομοφυλόφιλοι ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου να προσβληθούν από το έιτζ»·
- σήμα κινδύνου, το S.O.S. ιδίως της αεροπλοΐας και της ναυσιπλοΐας: «το τάδε πλοίο εξέπεμψε σήμα κινδύνου».