Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αράχνη

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αράχνη, η, ουσ. [<αρχ. ἀράχνη], η αράχνη. 1. το δημιούργημα της αράχνης, ο ιστός της αράχνης: «το δωμάτιο ήθελε ξαράχνιασμα, γιατί ήταν γεμάτο αράχνες». (Λαϊκό τραγούδι: μπρος στο ρημαγμένο σπίτι με την πόρτα την κλειστή έχω αράχνες στο κατώφλι και χορτάρια στην αυλή). 2. (ιδίως για μπασκετμπολίστα) παίχτης πολύ ψηλός και που, λόγω του ύψους του, υπερασπίζεται αποτελεσματικά το καλάθι της ομάδας του: «ο Φασούλας, υπήρξε η αράχνη της ομάδας του». Από την εικόνα της αράχνης που δημιουργεί τον ιστό της·
- βγάζω αράχνες, βλ. λ. αραχνιάζω·
- γυναίκα αράχνη, βλ. λ. γυναίκα·
- έπεσε στα δίχτυα της αράχνης, βλ. λ. δίχτυ·
- έπιασε αράχνες, (για χώρους, ιδίως κλειστούς) που έχει εγκαταλειφθεί και έχει ερημώσει: «έχω ένα σπιτάκι στο χωριό, αλλά έπιασε αράχνες, γιατί έχω καιρό να πάω»·
- θα πιάσουμε αράχνες, α. έκφραση με την οποία προτρέπουμε, παρακινούμε κάποιον να καθαρίσει κάποιον χώρο που φαίνεται πως έχει καιρό να καθαριστεί: «τώρα που είσαι άρρωστη, πάρε μια γυναίκα να καθαρίσει το σπίτι, γιατί σε λίγο θα πιάσουμε αράχνες». β. (για παρέες) έκφραση με τη οποία προτρέπουμε, παρακινούμε τα άτομα της παρέας μας να αφήσουμε την αδράνεια στην οποία βρισκόμαστε και να ενεργοποιηθούμε: «κάθε βράδυ μαζευόμαστε στο μπαράκι και λέμε τα ίδια και τα ίδια. Άντε, ρε παιδιά, να κάνουμε κάτι, γιατί θα πιάσουμε αράχνες»·
- πιάνω αράχνες, βλ. λ. αραχνιάζω·
- πιάσαμε αράχνες, (για παρέες) δεν κάνουμε τίποτα, αδρανούμε: «τον τελευταίο καιρό ούτε εκδρομές ούτε μπουζούκια ούτε τίποτα, πιάσαμε αράχνες»·
- τα δίχτυα της αράχνης, βλ. λ. δίχτυ.

αραχνιάζω

αραχνιάζω, ρ. [<αράχνη + κατάλ. -ιάζω], αραχνιάζω. 1. δεν κινούμαι, δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «ένα μήνα τώρα κάθομαι κι αραχνιάζω, γιατί δεν υπάρχουν δουλειές». 2. περιμένω στο ραντεβού μου πολύ περισσότερο από την προκαθορισμένη ώρα: «αράχνιασα να τον περιμένω στο ραντεβού μας κι αυτός γύριζε αλλού». 3. βρίσκομαι σε κατάσταση εγκατάλειψης και ερημώνω: «απ’ τον καιρό που άρχισε να μεταναστεύει ο κόσμος, αράχνιασαν τα σπίτια του χωριού». 4. (για δημόσιους υπαλλήλους) βρίσκομαι σε κάποια απομονωμένη ή απομακρυσμένη υπηρεσία και δεν κάνω κάτι σοβαρό, τεμπελιάζω: «είναι αρχειοθέτης στην τάδε υπηρεσία κι αραχνιάζει, επειδή δεν έχει κάτι σοβαρό να κάνει»·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι.

γυναίκα

γυναίκα, η, ουσ. [<μσν. γυναῖκα, από το αρχ. γυναῖκα, αιτιατ. του ουσ. γυνή], η γυναίκα. 1. η σύζυγος: «ποιανού γυναίκα είναι αυτή; || πήρε τη γυναίκα του κι έφυγαν διακοπές. (Λαϊκό τραγούδι: έξω απ’ άδικο κι από κακιά γυναίκα, αυτά τα δυο μου καταστρέψαν τη ζωή κι έχω καεί, αχ έχω καεί). 2α. οικιακή βοηθός, που για συγκεκριμένες μέρες της εβδομάδας ή του μήνα, ανάλογα με τη συμφωνία, αναλαμβάνει κυρίως την καθαριότητα του σπιτιού: «κάθε βδομάδα παίρνει γυναίκα, για να τη βοηθάει στην καθαριότητα του σπιτιού». β. η μπέιμπη σίτερ: «είμαστε προσκαλεσμένοι κάπου το βράδυ και θέλω μια γυναίκα για να κρατήσει το μωρό». 3. (ειρωνικά ή υποτιμητικά) πολύ δειλός άντρας: «είναι τόσο γυναίκα, που, μόλις κάνεις πως τον αγριεύεις λίγο, τρέμει απ’ το φόβο του». Επί γενεές γενεών η γυναίκα θεωρούνταν από τον άντρα ως υποδεέστερο ον, χωρίς να έχει ούτε καν το δικαίωμα της ψήφου. Χρειάστηκαν σκληροί και μακροχρόνιοι αγώνες από εμπνευσμένες και δυναμικές γυναίκες για να μπορέσει να πάρει η γυναίκα, σε άλλες χώρες στις αρχές του 20ου αιώνα, και σε άλλες στα μέσα του ίδιου αιώνα, θέση ισότιμη με αυτή του άντρα μέσα στην κοινωνία. Όμως, ακόμα και σήμερα σε ορισμένες περιοχές της επαρχίας, η γυναίκα εξακολουθεί να μην αναγνωρίζεται ως ισότιμη του άντρα κι έτσι ακούγεται το εξής παράδοξο: «κάθονταν γύρω απ’ το τραπέζι ένας άνθρωπος, δυο γυναίκες κι ένας φαντάρος (βλ. λ.)» όπου το άνθρωπος ερμηνεύει τον άντρα. 4. στον πλ. οι γυναίκες, γενικά το θηλυκό γένος, ο γυναικόκοσμος: «ό,τι λεφτά βγάζει, τα τρώει με τις γυναίκες». Υποκορ. γυναικάκι, το και γυναικούλα, η (βλ. λ.). Μεγεθ. γυναικάρα, η και γυναίκαρος, ο. (Ακολουθούν 57 φρ.)·
- αγοραία γυναίκα, η πόρνη: «υπάρχει ένας δρόμος κοντά στο λιμάνι, όπου περιφέρονται αγοραίες γυναίκες»·
- αιώνια γυναίκα, λέγεται για γυναίκα, που ο χρόνος δεν έφθειρε την ομορφιά και τη γοητεία της: «είδα τη μητέρα σου στο δρόμο και τη καταχάρηκα, βρε παιδάκι μου. Αιώνια γυναίκα, μπράβο της!»· βλ. και φρ. η αιώνια γυναίκα·
- αλλάζει γυναίκες σαν τα πουκάμισα ή αλλάζει τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, βλ. λ. πουκάμισο·
- άσχημη γυναίκα κι όμορφη γκόμενα, βλ. λ. γκόμενα·
- αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός, ό,τι παράξενο ή δύσκολο θελήσει η γυναίκα να αποκτήσει ή να πετύχει στο τέλος το καταφέρνει με οποιοδήποτε τίμημα: «από δω μ’ είχε, από κει μ’ είχε στο τέλος της αγόρασα τη γούνα, γιατί, αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός»·
- βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου, (για άντρες) συνδέομαι ερωτικά με μια γυναίκα που είναι όπως ακριβώς την ήθελα, όπως την ονειρευόμουν: «μόνο αν βρω τη γυναίκα της ζωής μου, θ’ αποφασίσω να παντρευτώ»·
- βρίσκω τη γυναίκα των ονείρων μου, (για άντρες) βλ. φρ. βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου·
- γίνομαι γυναίκα, γνωρίζω τον έρωτα, δεν είμαι πια παρθένα: «στην εποχή που ζούμε, οι πιο πολλές γίνονται γυναίκες από την εφηβική τους ηλικία»·
- γνωρίζω τη γυναίκα της ζωής μου, (για άντρες) βλ. φρ. βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου·
- γνωρίζω τη γυναίκα των ονείρων μου, (για άντρες) βλ. φρ. βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου·
- γόης φιδιών και γυναικών, βλ. λ. γόης·
- γυναίκα αράχνη, γυναίκα που καταστρέφει τον άντρα που την αγαπάει: «κάποτε ήταν πλούσιος κι ωραίος, αλλά έμπλεξε με μια γυναίκα αράχνη και τώρα είναι για να τον κλαίν’ κι οι ρέγκες». Αναφορά στην αράχνη μαύρη χήρα, βλ. λ. χήρα·
- γυναίκα δηλητήριο, γυναίκα καταστροφική για έναν άντρα: «τα ’μπλεξε με μια γυναίκα δηλητήριο και τίναξε το σπίτι του στον αέρα»·
- γυναίκα δίχως κώλο, λιμάνι δίχως μόλο, ένας καλοσχηματισμένος και σφριγηλός κώλος ολοκληρώνει την ομορφιά της γυναίκας (όπως ο μόλος ολοκληρώνει την ασφάλεια του λιμανιού)·
- γυναίκα ελαφρών ηθών, γυναίκα με χαλαρούς ηθικούς φραγμούς, ιδίως στα ερωτικά ζητήματα, η πόρνη: «δεν το κρύβει πως είναι γυναίκα ελαφρών ηθών»·
- γυναίκα με τα όλα της, έκφραση με την οποία θέλουμε να τονίσουμε τα χαρίσματα, τα πλεονεκτήματα μιας γυναίκας (ομορφιά, καλλίγραμμο κορμί, ήθος, καλά αισθήματα) άσχετα είναι πλούσια ή όχι: «παντρεύτηκε μια πλούσια ο κωλόφαρδος, που είναι και γυναίκα με τα όλα της»·
- γυναίκα μιας βραδιάς, λέγεται για γυναίκα που συνηθίζει να ενδίδει πολύ εύκολα την εφήμερο έρωτα, χωρίς αυτό να προϋποθέτει ότι είναι πόρνη: «μην υπολογίζεις πως θα την ξανασυναντήσεις, γιατί είναι γυναίκα μιας βραδιάς κι ύστερα πού σε είδα πού σε ξέρω». (Λαϊκό τραγούδι: στριφογυρίζεις σαν τσιγγάνα και μες στα μπαρ που τραγουδάς, πολλούς γελάς με λόγια πλάνα τρελή γυναίκα μιας βραδιάς
- γυναίκα οπού γελά και τα χαρίσματά σου δέχεται, σαν θέλεις τη φιλάς, λέγεται για γυναίκα που με τον τρόπο της δείχνει να ανταποκρίνεται στο ερωτικό ενδιαφέρον του άντρα: «όρμα της, ρε βλάκα, αφού στο δείχνει καθαρά, γιατί γυναίκα οπού γελά και τα χαρίσματά σου δέχεται, σαν θέλεις τη φιλάς»·
- γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή, η γυναίκα που δε συμπεριφέρεται κόσμια, που προκαλεί, δε χαίρει καλής φήμης: «αν θες τη γνώμη μου, δεν είναι γνωστική γυναίκα, γιατί γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή»·
- γυναίκα της νύχτας, α. γυναίκα που συνηθίζει να κυκλοφορεί τη νύχτα, ιδίως διασκεδάζοντας, συνήθως στα μπουζούκια: «τα ’μπλεξε με μια γυναίκα της νύχτας και τον σέρνει από μπουζουκτσίδικο σε μπουζουκτσίδικο». β. γυναίκα που εργάζεται τη νύχτα, ιδίως σε μπαρ ή άλλο νυχτερινό κέντρο διασκέδασης: «είναι γυναίκα της νύχτας, γι’ αυτό, κάθε μέρα ξυπνάει μετά το μεσημέρι». γ. γυναίκα αμφίβολης ηθικής: «άφησε την τάδε, που ήταν κορίτσι από σπίτι, και τα ’μπλεξε με μια γυναίκα της νύχτας». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι της νύχτας η γυναίκα και μη μου λες πως μ’ αγαπάς, τα ίδια λες και σ’ άλλους δέκα τον έρωτά σου τον πουλάς)· 
- γυναίκα του δρόμου, βλ. φρ. γυναίκα του πεζοδρομίου·
- γυναίκα του πεζοδρομίου, πόρνη που ψαρεύει τους πελάτες της στο δρόμο: «πολλές γυναίκες του πεζοδρομίου, πάσχουν από διάφορα αφροδίσια». Η αναφορά στο πεζοδρόμιο, γιατί εκεί περπατάει η πόρνη, όταν κυκλοφορεί στους δρόμους για να ψαρέψει τους πελάτες της·
- γυναίκα του στραβού, για ποιον στολίζεσαι; λέγεται ειρωνικά για τη γυναίκα ασήμαντου ή παρακατιανού συζύγου, που είναι φανερό πως τον απατά: «λέει πως είναι σωστή και τίμια, αλλά τότε, γυναίκα του στραβού, για ποιον στολίζεσαι;»·  
- γυναίκα του υποκόσμου, γυναίκα που σχετίζεται με τον υπόκοσμο, που ζει στον υπόκοσμο: «δεν την κάνει καμιά παρέα μέσα στη γειτονιά, γιατί διαδόθηκε πως είναι γυναίκα του υποκόσμου»·
- γυναίκα χταπόδι, που απλώνει, που ρίχνει ταυτόχρονα τα πλοκάμια της προς διάφορους άντρες: «μπορεί να ’ναι μονογαμικό άτομο μια γυναίκα χταπόδι;»·
- δε γνώρισε γυναίκα, (για άντρες) δεν έχει κάνει ακόμη έρωτα με γυναίκα: «έγινε είκοσι χρονώ παλικάρι κι ακόμη δε γνώρισε γυναίκα»·
- δεν έχει γυναίκα, (για άντρες) είναι ανύπαντρος: «ο μόνος απ’ την παρέα μας που δεν έχει γυναίκα είναι ο τάδε»·
- εκείνος που κρατάει τον αετό απ’ την ουρά και τη γυναίκα απ’ το λόγο της, δεν κρατάει τίποτα, συνήθως η γυναίκα δεν κρατάει το λόγο της·
- έκλεισα σαν γυναίκα ή έχω κλείσει σαν γυναίκα, αγάπησα πολύ, αφοσιώθηκα ολοκληρωτικά σε έναν άντρα και δε με ενδιαφέρουν πια άλλοι άντρες: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτόν τον άντρα, έχω κλείσει σαν γυναίκα». Η φρ. αποδίδεται στη Δήμητρα Λιάνη-Παπανδρέου, αναφερόμενη στη σχέση της με τον Αντρέα Παπανδρέου·
- ελαφριά γυναίκα, γυναίκα που ενδίδει χωρίς λόγο στους άντρες: «δεν κάνω κέφι να πάω μαζί της, γιατί είναι ελαφριά γυναίκα»·
- εύκολη γυναίκα, γυναίκα που ενδίδει με ευκολία στους άνδρες: «είναι τόσο εύκολη γυναίκα, που την πηδάς, μόλις την κεράσεις έναν καφέ»·
- έχασε τη γυναίκα του, α. (για άντρες) είναι χήρος: «έχασε τη γυναίκα του σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα». β. (σπάνια) τον εγκατέλειψε: «τώρα που έχασε τη γυναίκα του χτυπάει το κεφάλι του»·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, η μυαλωμένη σύζυγος είναι ανεκτίμητη: «αν θέλεις να παντρευτείς, άσε τις πλούσιες και τις όμορφες και βρες μια μυαλωμένη, γιατί έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό»·
- έχω γυναίκα, (για άντρες) είμαι παντρεμένος: «δε μ’ αρέσει να ξενυχτώ μ’ άλλες γυναίκες, γιατί έχω γυναίκα και παιδιά»·
- η αιώνια γυναίκα, λέγεται για γυναίκα που ασχολείται συνεχώς με τον καλλωπισμό της, πώς να παρουσιάσει δηλαδή από αισθητική άποψη καλύτερο τον εαυτό της και που συνήθως έχει μια μόνιμη τάση για ερωτικές περιπέτειες: «μια ώρα την περιμένω να ετοιμαστεί για να βγούμε να φάμε, και δεν ξέρω ακόμη πόσο θα την περιμένω. -Η αιώνια γυναίκα, φίλε μου». (Λαϊκό τραγούδι: και ο πόλεμος στην Τροία πώς επιάστηκε; Η αιώνια γυναίκα ξελογιάστηκε. Δέκα χρόνια η Ελένη μας λαχτάρησε, ώσπου πήγε ο Οδυσσέας και καθάρισε)· βλ. και φρ. αιώνια γυναίκα·
- … η γυναίκα! εκφράζει τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας σε κάποια γυναίκα που έπαθε κάτι κακό: «καθώς επέστρεφε στο σπίτι της τη στρίμωξε σε μια γωνιά και τη βίασε. -Πω, πω τι έπαθε η γυναίκα!»·  
- η γυναίκα και το άλογο θέλουν άξιο καβαλάρη, βλ. λ. καβαλάρης·
- η γυναίκα, όταν παντρευτεί, και το μουλάρι, όταν σαμαρωθεί, δείχνουν τις πληγές τους, βλ. λ. πληγή·
- κοιμάμαι με γυναίκα, (για άντρες) περνώ μια ερωτική βραδιά με γυναίκα: «κάθε φορά που πηγαίνω σε ξένη πόλη και μένω σε ξενοδοχείο, κοιμάμαι με γυναίκα»·  
- η γυναίκα ως και το διάβολο έκλεισε στο μπουκάλι, η γυναίκα από τη φύση της είναι παμπόνηρη και μπορεί να πετυχαίνει ό,τι βάζει στο μυαλό της: «μη νομίζεις πως είσαι πιο έξυπνος απ’ αυτή, γιατί η γυναίκα ως και το διάβολο έκλεισε στο μπουκάλι»·
- κοινή γυναίκα, η πόρνη: «είναι μια κοινή γυναίκα και καμιά δεν τη θέλει στην παρέα της»·
- ξαπλώνω με γυναίκα, (για άντρες) βλ. φρ. πηγαίνω με γυναίκα·
- ο αέρας κι η γυναίκα δεν κλειδώνονται, όσο κι αν προσπαθήσει κανείς, δε θα μπορέσει να περιορίσει το ελεύθερο πνεύμα της γυναίκας: «μην καταπιέζεις τη γυναίκα σου, γιατί ο αέρας κι η γυναίκα δεν κλειδώνονται»·
- ο Γρηγόρης εγρηγόρα, κι ο Μελέτης εμελέτα, κι ο Γρηγόρης μας επήρε του Μελέτη τη γυναίκα, στη ζωή πετυχαίνουν αυτοί που είναι αποφασιστικοί και ενεργούν με ταχύτητα, ενώ οι αργοί και αναβλητικοί ζημιώνουν: «σήμερα για να πετύχεις πρέπει να ’σαι σπίρτο και να δρας κεραυνοβόλα, γιατί ο Γρηγόρης εγρηγόρα, κι ο Μελέτης εμελέτα, κι ο Γρηγόρης μας επήρε του Μελέτη τη γυναίκα, κατάλαβες ή δεν κατάλαβες»· βλ. και λ. Γρηγόρης·
- ο διάβολος είδε τη γυναίκα και παραμέρισε, βλ. λ. διάβολος·
- ο χορός και το γαμήσι είν’ της γυναικός η φύση, βλ. λ. γαμήσι·
- όμορφο είναι τ’ όμορφο πέντε φορές και δέκα, μ’ απ’ όλα ομορφότερο η γνωστική γυναίκα, η φρονιμάδα και η σωστή κρίση της γυναίκας αξίζει πολύ περισσότερο από την ομορφιά·
- παίρνω (για) γυναίκα, (για άντρες), παντρεύομαι. (Λαϊκό τραγούδι: την γκομενίτσα τη γουστάρω και γυναίκα θα την πάρω
- πηγαίνω με γυναίκα, (για άντρες) συνουσιάζομαι: «παρόλο που πλησιάζει τα εβδομήντα του, θέλει κάθε βδομάδα να πηγαίνει με γυναίκα»·
- τελειωμένη γυναίκα, λέγεται για κορίτσι που έχει πρόωρη ανάπτυξη, που έχει σχηματιστεί σωματικά σαν μια γυναίκα: «έχει μια μικρή κόρη, αλλά η αφιλότιμη είναι τελειωμένη γυναίκα»·
- τη γυναίκα, πριν παντρευτείς, ποτέ σου μην την κρίνεις, ο πραγματικός χαρακτήρας της γυναίκας αποκαλύπτεται μετά το γάμο της: «μην κοκορεύεσαι που σου κάνει τώρα όλα τα χατίρια γιατί, τη γυναίκα, πριν παντρευτείς, ποτέ σου μην την κρίνεις»·
- τη γυναίκα του βασιλιά κρυφά τη βρίζουν, γυναίκα, της οποίας ο άντρας κατέχει υψηλή ή ισχυρή θέση, δεν τολμούν να την κακολογήσουν φανερά: «μην πιστεύεις στα παινέματα που της κάνουν όταν είναι μπροστά τους γιατί, τη γυναίκα του βασιλιά, κρυφά τη βρίζουν»· 
- την κάνω γυναίκα, (για άντρες) είμαι ο πρώτος που κάνει έρωτα μαζί της, την ξεπαρθενεύω: «έχω μια γλυκιά ανάμνηση απ’ αυτή τη γυναίκα, γιατί είμαι αυτός που την έκανε γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: θα σε κάνω γυναίκα όλο μέλι και αίμα με το ρίγος στο δέρμα και τα φρέσκα μαλλιά κι απέ θα σε κάψω, γιατί είσ’ ένα ψέμα η Ελένη της Τροίας, η πληγή η παλιά
- την κάνω γυναίκα μου, (για άντρες) την παντρεύομαι: «αν δεν την αγαπούσα, δε θα την έκανα γυναίκα μου»·
- του καλογυναικά η γυναίκα απ’ τον κώλο φαίνεται, ο άντρας που έχει πείρα στις γυναίκες, διαλέγει μια από αυτές που έχουν ωραίο κώλο: «το πρώτο που βλέπει σε μια γυναίκα είναι αν έχει ωραίο κώλο, γιατί του καλογυναικά η γυναίκα απ’ τον κώλο φαίνεται». Πρβλ.: γυναίκα δίχως κώλο, λιμάνι δίχως μόλο·
- του ’φαγε τη γυναίκα, (για άντρες) ξελόγιασε τη γυναίκα κάποιου άλλου και σύναψε μαζί της ερωτική σχέση ή την παντρεύτηκε: «χρόνια ήταν φίλοι, αλλά, στο τέλος, του ’φαγε τη γυναίκα και την κοπάνησαν κι οι δυο στο εξωτερικό»·
- χαρά στον άντρα το ζεστό και τη γυναίκα κρύα, βλ. λ. χαρά.

δίχτυ

δίχτυ, το, ουσ. [<αρχ. δίκτυον], το δίχτυ. 1. η παγίδα: «το πουλί πήγε κι έπεσε στο δίχτυ του κυνηγού». 2. είδος δικτυωτής τσάντας από σχοινί ή νάιλον, που χρησιμοποιεί κανείς για να μεταφέρει διάφορα καταναλωτικά αγαθά, ιδίως τρόφιμα: «ο πατέρας είχε το δίχτυ γεμάτο με τρόφιμα και άλλα ζαρζαβατικά». Συνών. πλεμάτι (1) / φιλέ (3). 3. το πλέγμα από σχοινί ή νάιλον που χρησιμοποιείται κατά περίπτωση σε διάφορα αθλητικά παιχνίδια, όπως πιγκ πογκ, τένις, βόλεϊ, μπάσκετ: «η μπάλα καρφώθηκε στα δίχτυα της εστίας». Συνών. φιλέ (2α, β). 4α. στον πλ. τα δίχτυα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τα δίχτυα της εστίας: «η μπάλα καρφώθηκε στα δίχτυα». Συνών. μπακλαβωτό ή μπακλαβαδωτό / πλεμάτι (3 / πλεχτό (4) / φιλέ (2α). β. οργανωμένος μηχανισμός, που λειτουργεί παράνομα με σκοπό να παγιδεύσει, να εμπλέξει κάποιον ή κάποιους σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση από την οποία πολύ δύσκολα θα μπορέσουν να γλιτώσουν, να ξεμπερδέψουν: «τα δίχτυα του οργανωμένου εγκλήματος || τα δίχτυα των ναρκωτικών». Υποκορ. διχτάκι, το. (Ακολουθούν 17 φρ.)·     
- απλώνω το δίχτυ ή απλώνω τα δίχτυα, βλ. φρ. στήνω το δίχτυ·
- βρίσκω δίχτυα, (στο γλώσσα του ποδοσφαίρου) πετυχαίνω τέρμα, γκολ: «πάλι βρήκε δίχτυα ο παιχταράς μας || αυτός ο παίχτης μπορεί και βρίσκει δίχτυα σε κάθε παιχνίδι»·
- έπεσε στα δίχτυα της αράχνης, παγιδεύτηκε ύστερα από οργανωμένη επιχείρηση: «ύστερα απ’ το ανελέητο κυνηγητό, που είχε εξαπολύσει η αστυνομία εναντίον του, έπεσε στα δίχτυα της αράχνης». Από την ομοιότητα που μπορεί να έχει το δίχτυ με τον ιστό της αράχνης·
- μ’ έριξε στα δίχτυα της, υπέκυψα στη σαγήνη της με καταστρεπτικές συνέπειες: «απ’ τη μέρα που μ’ έριξε στα δίχτυα της, τρέχω σαν σκυλάκι από πίσω της». (Λαϊκό τραγούδι: πεισματάρα, μ’ έριξες στα δίχτυα σου, εγώ θα σε λατρεύω για το πείσμα σου  
- μπλέκομαι στα δίχτυα της ή μπλέκω στα δίχτυα της, βλ. φρ. πιάνομαι στα δίχτυα της. (Λαϊκό τραγούδι: που έμπλεξα στα δίχτυα σου χήρα μου ζηλεμένη, και κάθε νύχτα βρίσκομαι με την καρδιά καμένη
- πέφτω στα δίχτυα της, βλ. φρ. πιάνομαι στα δίχτυα της. (Λαϊκό τραγούδι: όποιος θα πέσει στα δίχτυα τα δικά σου, σαν το γαρίφαλο κι αυτός θα μαραθεί, σαν τριαντάφυλλο θα σβήσει δε θ’ αντέξει, κατάκαρδα κι αυτός θα πληγωθεί
- πέφτω στο δίχτυ ή πέφτω στα δίχτυα, βλ. φρ. πιάνομαι στο δίχτυ·
- πιάνομαι στα δίχτυα της, υποκύπτω στη σαγήνη μιας γυναίκας με καταστρεπτικές συνέπειες: «απ’ τη μέρα που πιάστηκε στα δίχτυα της, διέλυσε την οικογένειά του». (Τραγούδι: πώς τα κατάφερα και πιάστηκα μέσα στα δίχτυα σου ο καημένος, σ’ όλους τους φίλους μου ντροπιάστηκα γιατί ’μαι ερωτευμένος
- πιάνομαι στο δίχτυ ή πιάνομαι στα δίχτυα, α. παγιδεύομαι: «πιάστηκε στα δίχτυα της αστυνομίας». β. ξεγελιέμαι, εξαπατώμαι: «με τόσα πράγματα που μ’ έταξε αν τον βοηθούσα, ο καθένας θα πιάνονταν στα δίχτυα»·
- ρίχνω δίχτυα ή ρίχνω τα δίχτυα ή ρίχνω τα δίχτυα μου, φλερτάρω γυναίκα για να την κατακτήσω: «κάθε απόγευμα σενιαρίζεται και κατεβαίνει στα μπαράκια της παραλίας να ρίξει τα δίχτυα του». (Λαϊκό τραγούδι: τα δίχτυα ρίχνουνε κι όποια πετύχουνε, τα δυο να ζουν χρήμα και έρως, και βγαίνουν άσοι οι τρεις Καμπαλέρος). Συνών. κάνω καμάκι / ρίχνω παραγάδι (α)·
- ρίχνω παντού τα δίχτυα μου, δημιουργώ ποικίλες σχέσεις και σε διάφορους επαγγελματικούς, κοινωνικούς ή οικονομικούς χώρους για την πραγματοποίηση του σκοπού μου: «όταν πρόκειται να κάνει μια καινούρια δουλειά, ρίχνει παντού τα δίχτυα του για να οργανωθεί καλά»·
- στήνω το δίχτυ ή στήνω τα δίχτυα, α. στήνω παγίδα: «η αστυνομία έστησε τα δίχτυα της στο κύκλωμα των ναρκωτικών». β. μηχανορραφώ: «έστησε μεθοδικά το δίχτυ του γύρω απ’ τον τάδε, μέχρι που τον κατάστρεψε»·
- τα δίχτυα της αράχνης, ο ιστός της αράχνης: «στα δίχτυα της αράχνης είχαν παγιδευτεί δυο μυγάκια και μια πεταλουδίτσα»·
- τινάζω τα δίχτυα στον αέρα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πετυχαίνω γκολ ύστερα από δυνατό σουτ: «σούταρε από είκοσι μέτρα μακριά κατά της αντίπαλης εστίας και τίναξε τα δίχτυα στον αέρα»·
- τον τύλιξε στα δίχτυα της, έπεσε θύμα της γοητείας της: «απ’ τη μέρα που τον τύλιξε στα δίχτυα της, κινδυνεύει να τινάξει το σπίτι του στον αέρα»·
- τον τύλιξε στα δίχτυα του, τον ξεγέλασε, τον εξαπάτησε, έπεσε θύμα του: «τον τύλιξε στα δίχτυα του με διάφορες υποσχέσεις και του ’φαγε τα λεφτά του». (Λαϊκό τραγούδι: νάζια μου κάνεις να με ρίξεις και με κοιτάζεις τρυφερά, με τέχνη θες να με τυλίξεις στα δίχτυα σου τα πονηρά
- του τίναξε τα δίχτυα (ενν. της εστίας που υπερασπίζεται), (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) κατάφερε να πετύχει γκολ με πολύ δυνατό σουτ: «έκανε αλλεπάλληλες τρίπλες μέσα στη μικρή περιοχή και με μια ξαφνική βολίδα του τίναξε τα δίχτυα».