αράζω
αράζω, ρ. [<μσν. ἀράζω <αρχ. ἀράσσω
(= χτυπώ)]. 1. (για πλεούμενα) αγκυροβολώ κοντά στη στεριά σε απάνεμο
μέρος ή μέσα σε λιμάνι: «επειδή χάλασε ο καιρός, άραξα το κότερο σ’ έναν όρμο
|| το καράβι μπήκε στο λιμάνι κι άραξε δίπλα στην προβλήτα». (Νησιώτικο
τραγούδι: ένα καράβι από τη Χιο με τις βαρκούλες του τις δυο, στη Σάμο πήγε
κι άραξε κι έκατσε και λογάριασε). 2. αναπαύομαι, ησυχάζω,
κάθομαι για να ξεκουραστώ: «πάω ν’ αράξω στο σπίτι || άραξε μπροστά στην
τηλεόραση για να δει το ματς». (Λαϊκό τραγούδι: στης θάλασσας την αμμουδιά
καλόπαιδο είχες το ταβερνάκι και κάθε βράδυ άραζα, καλόπαιδο για κάνα
ποτηράκι). 3. εγκαθίσταμαι: «ήρθα για λίγες μέρες στη Θεσσαλονίκη,
αλλά μ’ άρεσε τόσο πολύ αυτή η πόλη, που στο τέλος άραξα». (Λαϊκό τραγούδι: αδερφάκι
μου να βρεις κάποια αιτία και να πας να την αράξεις στη Σκοτία). 4.
βρίσκω καταφύγιο ύστερα από περιπλανήσεις: «κάποτε ήταν μεγάλος ξενύχτης αλλά,
απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε αυτή τη γυναίκα, άραξε». (Λαϊκό τραγούδι: άλλαξα
σου λέω άλλαξα και στην αγκαλιά σου άραξα). Από την εικόνα του
πλοίου που αφήνει το ανοιχτό πέλαγος και αγκυροβολεί στην ηρεμία του λιμανιού. 5.
συχνάζω: «απ’ ό,τι ξέρω αράζει στο μπαράκι Αλέα». (Λαϊκό τραγούδι: θα κάνω
ντου βρε πονηρή στα στέκια που αράζεις). 6. άραξε! (προστακτικά)
σταμάτα να μιλάς, πάψε, μη βιάζεσαι, μην τρέχεις, μην προτρέχεις, μην
κάνεις έτσι: «αμάν, ρε παιδάκι μου, άραξε λίγο να ησυχάσει το κεφάλι μου! ||
αμάν, ρε παιδάκι μου, άραξε λίγο να πάρω αναπνοή!»·
- αράζω
στα κιλά μου, βλ. λ. κιλό·
- αράζω
στα κυβικά μου, βλ. λ. κυβικό·
- άραξε
στα κιλά σου! βλ. λ. κιλό·
- άραξε
στα κυβικά σου! βλ. λ. κυβικό·
- σία
κι αράξαμε! βλ. λ. σία·
- την
αράζω, κάθομαι χωρίς να κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε
εκείνο το λαχείο, την άραξε».
σία
σία, [<ιταλ.
scia, προστακτ. του ρ. sciare], (ναυτικό παράγγελμα) κάνε πίσω με τα κουπιά.·
-
σία κι αράξαμε! α. επιτέλους φτάσαμε στο τέρμα και τελείωσαν τα
βάσανά μας, και εκπληρώσαμε το σκοπό μας. (Τραγούδι: σία κι αράξαμε
έγια μόλα, γεια σου, καΐκι μου Άη Νικόλα). β. λέγεται και ειρωνικά σε
κάποιον που μιλάει ανόητα ή παραδοξολογεί, για να πάψει επιτέλους να μιλάει. γ.
λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που δεν μπορεί να καταλάβει αυτό που του λέμε ή
που καθυστερεί πάρα πολύ να επιστρέψει από τη δουλειά που τον στείλαμε.