Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
απώλεια

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

απώλεια, η, ουσ. [<αρχ. ἀπώλεια], η απώλεια·
- η γυνή της απωλείας, βλ. λ. γυνή·
- η οδός της απωλείας, βλ. λ. οδός·
- μεγάλη απώλεια! λέγεται ειρωνικά για κάποιον που έφυγε ή πέθανε, και που τον θεωρούσαμε ανάξιο λόγου, ασήμαντο, τιποτένιο, ή για κάτι που χάθηκε ή καταστράφηκε και που το θεωρούσαμε χωρίς καμιά αξία. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ·
- οίκος απωλείας, βλ. λ. οίκος·
- σιγά την απώλεια! βλ. φρ. μεγάλη απώλεια! Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έλα μωρέ.

οδός

οδός, η, ουσ. [<αρχ. ὁδός], η οδός. (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- διά της πλαγίας οδού, λέγεται για μέθοδο ή ενέργεια που δεν ακολουθεί τη νόμιμη διαδικασία, αλλά γίνεται με πλάγιο τρόπο: «αν δεν ενεργούσα διά της πλαγίας οδού, η αίτησή μου θα ήταν ακόμη στο σωρό μαζί με τις άλλες || μόνο διά της πλαγίας οδού μπορείς να τελειώσεις σήμερα γρήγορα τη δουλειά σου». Πολλές φορές, παρατηρείται χειρονομία με τεντωμένη την παλάμη να κινείται ημικυκλικά και προς τα πλάγια·
- διά της τεθλασμένης οδού, βλ. φρ. δια της πλαγίας οδού·
- εθνική οδός, ο δρόμος που συνδέει τις μεγάλες πόλεις και δίνει τη δυνατότητα στους οδηγούς να αναπτύσσουν μεγάλες ταχύτητες: «κάθε Σαββατοκύριακο στην εθνική οδό γίνονται πολλά τροχαία δυστυχήματα»·
- εν μέση οδώ, καταμεσής του δρόμου και μπροστά σε ανθρώπους που πηγαινοέρχονται: «δεν μπορώ τώρα εν μέση οδώ να σου αναλύσω, γιατί έγιναν τα πράγματα με το συγκεκριμένο τρόπο»·
- η μέση οδός, οι όχι ακραίες λύσεις, ή όχι ακραίες απόψεις ή θέσεις: «πρέπει να βρεθεί μια μέση οδός στο πρόβλημά σας για να μην τρέχετε συνέχεια στα δικαστήρια»·
- η οδός της απωλείας, τρόπος ζωής που χαρακτηρίζεται από ανηθικότητα, που οδηγεί σε ηθική κατάπτωση: «πολλοί νέοι βαδίζουν στην οδό της απωλείας»·
- η οδός της αρετής, βλ. φρ. ο δρόμος της αρετής, λ. δρόμος·
- η οδός του Κυρίου, βλ. φρ. ο δρόμος του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- η οδός του μαρτυρίου, η διάρκεια των επίμονων προσπαθειών και των δεινών ταλαιπωριών, μέχρι να φτάσει κάποιος στο ποθούμενο αποτέλεσμα: «ήταν ατέλειωτη ο οδός του μαρτυρίου μέχρι ν’ αποκτήσει ο λαός μας την ελευθερία του». Αναφορά στην πορεία του Χριστού από το Πραιτόριο μέχρι το Γολγοθά κουβαλώντας το σταυρό στον οποίο έμελλε να σταυρωθεί·
- καθ’ οδόν, στη διάρκεια της διαδρομής μου: «καθ’ οδόν προς το γραφείο μου, θίξαμε το ζήτημα της ανανεώσεως του συμβολαίου του μισθώματος»·
- οδός τρεχαγυρευόπουλου, βλ. λ. τρεχαγυρευόπουλος.