Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
απολυτός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

απολυτός, -ή, -ό, επίθ. [<μσν. ἀπολυτός <ἀπολύω], βλ. λ. αμολητός.

αμολητός

αμολητός, -ή, -ό, επίθ. [<αμολώ + κατάλ. -τός]. 1. που δεν είναι δεμένος, ο λυτός, ο ελεύθερος: «άφησε αμολητό το σκυλί και τους ρίχτηκε». 2. που δεν έχει επιτήρηση, ο ανεξέλεγκτος: «τον άφησαν αμολητό κι αυτός το ’σκασε || τον άφησε αμολητό ο πατέρας του στη δουλειά και μέσα σε λίγο καιρό την έκανε μπάχαλο».