Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αποτυχία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αποτυχία, η, ουσ. [<μτγν. ἀποτυχία], η αποτυχία·
- παταγώδης αποτυχία, πολύ μεγάλη, ολοκληρωτική αποτυχία: «οι υποψήφιοι στο μάθημα των μαθηματικών είχαν παταγώδη αποτυχία»·
- πάω από αποτυχία σε αποτυχία, έχω συνεχείς αποτυχίες: «κάποιος θα πρέπει να μ’ έχει ματιάσει, γιατί τον τελευταίο καιρό πάω από αποτυχία σε αποτυχία»·
- σημειώνω αποτυχία, δεν έχει το ποθούμενο αποτέλεσμα μια προσπάθειά μου, αποτυχαίνω στο στόχο μου, στο σκοπό μου: «η συγκέντρωση του κόμματος σημείωσε αποτυχία».