Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
απολύω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

απολύω, ρ. [<αρχ. ἀπολύω], απολύω· αφήνω ελεύθερο, αμολάω: «αν δε φύγετε, θ’ απολύσω τα σκυλιά || επειδή δεν έφευγαν, απόλυσε τα σκυλιά και τους πήραν στο κυνήγι».