Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 αποτελέσματα (1 έως 20)
απολογία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

απολογία, η, ουσ. [<αρχ. ἀπολογία], η απολογία·
- δίνω απολογία, απολογούμαι: «τον φώναξε ο διευθυντής του στο γραφείο, για να δώσει απολογία για τα δυσάρεστα συμβάντα». (Λαϊκό τραγούδι: έχεις μάθει στη ζωή σου διπλωμάτισσα να ζεις. Για το γούστο το δικό σου εγώ ρεστάρισα, δώσε τώρα απολογία, κατεργάρισσα).

απολογιά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

απολογιά, η, ουσ. [<μσν. ἀπολογιά <αρχ. ἀπολογία]. 1. απάντηση, απόκριση: «όσο κι αν φώναζε από μακριά, δεν πήρε από κανέναν απολογιά». 2. απολογία.