Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
απολείπω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

απολείπω, ρ. [<αρχ. ἀπολείπω (= αφήνω πίσω μου)], συνήθως εύχρ. στο γ΄ πρόσ. στη φρ. δεν απολείπει (κάτι), υπάρχει διαρκώς κάτι: «δεν απολείπει ο πόνος απ’ τον άνθρωπο || δεν απολείπουν τα βάσανα». (Λαϊκό τραγούδι: όποιος μ’ ακούει που τραγουδώ θαρρεί δεν έχω λύπη, εμένα απ’ τα χείλη μου το αχ! δεν απολείπει).