Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αξία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αξία, η, ουσ. [<αρχ. ἀξία], η αξία. 1. η ικανότητα, το προσόν. (Λαϊκό τραγούδι: εγώ με την αξία μου κι όχι με ξένες πλάτες περήφανα περπάτησα μες στης ζωής τις στράτες). 2. η σπουδαιότητα που έχει κάποιο πράγμα για τον άνθρωπο: «μόνο αν με χάσεις, θα καταλάβεις την αξία μου || μόνο αν χάσει κανείς την υγεία του, θα καταλάβει την αξία της || η αξία της ελευθερίας δεν έχει τιμή».