Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αναμένω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αναμένω, ρ. [<αρχ. ἀναμένω], αναμένω·
- αναμείνατε στο ακουστικό σας, βλ. λ. ακουστικό.

ακουστικό

ακουστικό, το, ουσ. [ουδ. του επιθ. ακουστικός], το ακουστικό·
- αναμείνατε στ’ ακουστικό σας, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον, που δυσανασχετεί, επειδή περιμένει πολλή ώρα να τον δεχθούν για ακρόαση, ιδίως σε δημόσια υπηρεσία, ή που βιάζεται να τον εξυπηρετήσουν, ιδίως σε κάποια δημόσια υπηρεσία, ενώ αυτό είναι δύσκολο από την κατάσταση ή από την νοοτροπία που επικρατεί. Αναφορά στη γνωστή φράση του Ο.Τ.Ε·
- κατεβάζω τ’ ακουστικό, διακόπτω κάθε επαφή με κάποιον ή κάποιους: «είναι παρεξηγημένος μ’ όλη την παρέα γι’ αυτό μας κατέβασε τ’ ακουστικό». Από την εικόνα του ατόμου που, για να μη δέχεται τηλεφωνικές κλήσεις, κατεβάζει το ακουστικό από την τηλεφωνική του συσκευή.