Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αμφιβολία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αμφιβολία, η, ουσ. [<αρχ. ἀμφιβολία], η αμφιβολία·
- δε χωράει αμφιβολία, βλ. φρ. χωρίς αμφιβολία·
- δεν υπάρχει αμφιβολία, βλ. φρ. χωρίς αμφιβολία·
- δίχως αμφιβολία, βλ. φρ. χωρίς αμφιβολία·
- έξω από κάθε αμφιβολία, βλ. φρ. χωρίς αμφιβολία·
- πέρα από κάθε αμφιβολία, βλ. φρ. χωρίς αμφιβολία·
- χωρίς αμφιβολία, έκφραση μεγάλης βεβαιότητας, σιγουριάς για κάτι, σίγουρα, αναμφίβολα: «χωρίς αμφιβολία, θεωρώ πως αυτός είναι ο ένοχος». Πολλές φορές, μετά το χωρίς ακούγεται το καμιά ή το καμία.