Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αλιτήριος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αλιτήριος, -α, -ο, επίθ. [<αρχ. ἀλιτήριος]. α. που είναι κακοήθης, φαύλος, ο παλιάνθρωπος: «μαζεύτηκαν όλοι οι αλιτήριοι και κορόιδευαν γέρο άνθρωπο». β. λέγεται και με συμπάθεια: «πού γυρνούσες, βρε αλιτήριε, όλη τη μέρα;». (Λαϊκό τραγούδι: είναι μυστήριοι, οι αλιτήριοι,και τους περνούν σε κάθε μέρος για γκραν αστέρες τους τρεις Καμπαλέρος).