Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ακόλουθος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ακόλουθος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ἀκόλουθος],  ακόλουθος. 1. το αρσ. ως ουσ. ο ακόλουθος, (ειρωνικά) αυτός που συνοδεύει συστηματικά μια όμορφη γυναίκα ή έναν πλούσιο: «έχει γίνει ο ακόλουθός της κι αυτή το διασκεδάζει || όταν ήταν πλούσιος, είχε ένα σωρό ακολούθους, τώρα όμως που ξέπεσε, δε γυρίζει κανείς να τον κοιτάξει». 2. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα ακόλουθα, τα εξής παρακάτω: «το συμβόλαιο περιέχει τα ακόλουθα: …».