Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ακολουθία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ακολουθία, η, ουσ. [<αρχ. ἀκόλουθος], η ακολουθία. α. (ειρωνικά) ομάδα από άντρες που συνοδεύει συστηματικά μια όμορφη γυναίκα: «ήρθε η τάδε με την ακολουθία της». β. (ειρωνικά) ομάδα ανθρώπων που ακολουθεί συστηματικά κάποιον πλούσιο: «ήρθε ο τάδε με την ακολουθία του».