Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ακατάλληλος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ακατάλληλος, -η, -ο, επίθ. [<μτγν. ἀκατάλληλος], ακατάλληλος· που δεν έχει την ικανότητα ή τα προσόντα για κάποια συγκεκριμένη θέση, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι γενικά ανίκανος ή χωρίς προσόντα για οποιαδήποτε θέση: «κρίθηκε ακατάλληλος για διευθυντής παραγωγής και μετατέθηκε στο μάρκετινγκ, που είναι και το στοιχείο του». Επίρρ. ακατάλληλα·
- ακατάλληλο δι’ ανηλίκους, ειρωνική έκφραση για κάποιο θέαμα, συνομιλία ή δραστηριότητα που κρίνεται πως ορισμένοι από τους παρόντες δεν είναι  ακόμα προετοιμασμένοι να συμμετάσχουν, και γι’ αυτό, θα πρέπει να αποχωρήσουν: «επειδή το θέμα που έχουμε να κουβεντιάσουμε είναι ακατάλληλο δι’ ανηλίκους, εσύ κι εσύ κάν’ τε μια βολτίτσα κι ελάτε σε καμιά μισή ωρίτσα». Αναφορά στα κινηματογραφικά έργα που το θέμα τους κρινόταν από την αρμόδια αστυνομική ή εισαγγελική αρχή ως ακατάλληλα δι’ ανηλίκους.