Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ακίνητος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ακίνητος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ἀκίνητος], ακίνητος. 1α. που δεν κινείται, που μένει ασάλευτος υπό την απειλή όπλου ή φοβέρας: «μόλις έβγαλε ο άλλος το περίστροφό του, έμεινα ακίνητος». β. ακίνητος! προστακτικό παράγγελμα από οπλοφόρο διώκτη προς διωκόμενο με την έννοια μην κινείσαι, μείνε ασάλευτος στη θέση που βρίσκεσαι. Συνήθως το επιφών. συνοδεύεται από γιατί στην άναψα ή γιατί σ’ έφαγα ή γιατί στην μπουμπούνισα και πιο σπάνια γιατί πυροβολώ 2. το ουδ. ως ουσ. το ακίνητο (βλ. λ.). Επίρρ. ακίνητα·
- ακίνητη περιουσία, βλ. λ. περιουσία.

περιουσία

περιουσία, η, ουσ. [<αρχ. περιουσία (= περίσσευμα)], η περιουσία· ό,τι μη υλικό, γνώση, ικανότητα, πείρα κ.λπ., κατέχει κάποιος, και που το θεωρεί πολύτιμο: «για μένα, περιουσία μου είναι η φιλία του τάδε || όλη του η περιουσία ήταν το πλήθος των γνώσεων που απέκτησε διαβάζοντας ένα σωρό βιβλία». (Λαϊκό τραγούδι: η ζωή μου όλη μια ανοησία η μοναδική μου η περιουσία
- ακίνητη περιουσία, τα σπίτια, τα κτήματα που έχει κάποιος νόμιμα στην κατοχή του: «στο χωριό του έχει μεγάλη ακίνητη περιουσία»·
- κάνω περιουσία, γίνομαι πλούσιος, πλουτίζω: «από μικρός ήταν πολύ εργατικός άνθρωπος, γι’ αυτό κι έκανε περιουσία»·
- κινητή περιουσία, που δεν είναι ακίνητη, κτηματική, που αποτελείται από χρήματα, ομόλογα, χρυσό ή οτιδήποτε άλλο που έχει αξία: «μπορεί να μην έχει μέγαρα και οικόπεδα, αλλά έχει κινητή περιουσία».