Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
όνειρο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

όνειρο, το, πλ. όνειρα κ. ονείρατα, τα, ουσ. [<αρχ. ὄνειρον], το όνειρο. 1. μεγάλη επιθυμία ή φιλοδοξία, ο κύριος στόχος, η βασική επιδίωξη: «τ’ όνειρό του είναι να πάει στο Παρίσι || τ’ όνειρό του είναι να γίνει δικηγόρος». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τα φτωχά μου όνειρα ένα σωστό δε βγαίνει, όλα τα σκόρπισες εσύ φτώχεια κατηραμένη). 2. λέγεται για κάτι που είναι πολύ ωραίο, πολύ ευχάριστο: «αγόρασα ένα διαμερισματάκι όνειρο || το πάρτι του τάδε ήταν όνειρο». 3. σε θέση επιρρ., πάρα πολύ καλά, πάρα πολύ ωραία, εξαίσια, ονειρεμένα, θαυμάσια: «στην εκδρομή που πήγαμε περάσαμε όνειρο». (Ακολουθούν 70 φρ.)·
- αλλού τ’ όνειρο κι αλλού το θάμα ή αλλού τ’ όνειρο κι αλλού το θαύμα, λέγεται με πικρία ή με παράπονο, όταν κάτι αναμενόμενο ή επιθυμητό συμβαίνει σε κάποιον άλλον. Συνών. αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες·
- απατηλό όνειρο, ευχάριστη φαντασίωση για να ξεφύγει κανείς από τη σκληρή πραγματικότητα. (Λαϊκό τραγούδι: μ’ ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό, ξεκινήσαμε οι δυο μας, μα στου δρόμου τα μισά σβήσαν τ’ άστρα τα χρυσά ξαφνικά από τον ουρανό μας
- άπιαστο όνειρο, καθετί που δεν μπορεί να εκπληρωθεί, που δεν εκπληρώθηκε: «λογάριαζα κι εγώ φέτος το καλοκαίρι να πάω με την οικογένειά μου στα νησιά, αλλά αποδείχτηκε άπιαστο όνειρο, γιατί δεν μπόρεσα να βρω τα λεφτά»·
- άσχημο όνειρο, που μας προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα, που μας δημιουργεί κλίμα απαισιοδοξίας ή που προφητεύει κάτι κακό: «είδα ένα άσχημο όνειρο χτες βράδυ και δεν μπορώ ακόμη να συνέλθω!»·
- βγήκε τ’ όνειρο, επαληθεύτηκε: «είδα χτες βράδυ στον ύπνο μου πως κέρδισα το λαχείο και σε μια βδομάδα βγήκε τ’ όνειρο»·
- βλέπει όνειρα, φαντάζεται πως μπορεί να πραγματοποιήσει πράγματα που στην πραγματικότητα είναι πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθούν: «τον συμβούλεψα πως δεν μπορεί με τόσα λίγα χρήματα να ξεκινήσει τη δουλειά που θέλει, αλλά να δεις που θα το επιχειρήσει, γιατί βλέπει όνειρα και δεν ακούει κανέναν»·
- βλέπω όνειρα, συνήθως ονειρεύομαι κατά τη διάρκεια του ύπνου μου: «από μικρός βλέπω όνειρα απ’ τα οποία άλλα είναι ευχάριστα κι άλλα εφιάλτες»·
- βλέπω όνειρο, ονειρεύομαι: «χτες βράδυ είδα όνειρο πως ήμουν αστροναύτης». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω απ’ το σβηστό φανάρι κοιμάται κάποιο παλικάρι, με δίχως φράγκο μες στην τσέπη, τι όνειρο άραγε να βλέπει
- βλέπω στ’ όνειρό μου (κάποιον ή κάτι), ονειρεύομαι κάποιον ή κάτι: «κάθε τόσο βλέπω στ’ όνειρό μου τον πεθαμένο πατέρα μου || χτες βράδυ στ’ όνειρό μου είδα το χωριό μου». (Λαϊκό τραγούδι: σε ζητούσε η καρδιά μου, σ’ έβλεπα στα όνειρά μου, σκλάβα σου πιστή θα μείνω, και ακόμη να με διώχνεις, αχ! πασά μου, δε σ’ αφήνω
- βρίσκω τη γυναίκα των ονείρων μου, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- βρίσκω τον άντρα των ονείρων μου, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- γκρέμισαν τα όνειρά μου, δεν πραγματοποιήθηκαν για κάποιο λόγο: «η δουλειά δεν πήγε καθόλου καλά κι έτσι γκρέμισαν τα όνειρά μου να γίνω κι εγώ εργοστασιάρχης». (Λαϊκό τραγούδι: στη ζωή μ’ έχω πονέσει κι έχω κουραστεί, γκρέμισαν τα όνειρά μου, όλ’ οι πόθοι της καρδιάς μου, το κουράγιο κι η ελπίδα έχουν πια σβηστεί
- γκρέμισε τα όνειρά μου (κάποιος ή κάτι), δεν τα άφησε να πραγματοποιηθούν: «ο πατέρας του του γκρέμισε τα όνειρά του, γιατί δεν τον άφησε να γίνει ηθοποιός || η χρεοκοπία του πατέρα γκρέμισε τα όνειρά μου, γιατί δεν μπόρεσα να τελειώσω τις σπουδές μου». (Λαϊκό τραγούδι: κοινωνία άδικη, εσύ μου ’χεις γκρεμίσει όλα μου τα όνειρα σε τούτη τη ζωή κι από την αγάπη μου εσύ μ’ έχεις χωρίσει κι άδικα με τυραννάς βράδυ και πρωί
- γλυκό όνειρο, που ήταν πολύ ευχάριστο: «είδα ένα πολύ γλυκό όνειρο, πως ήμουν, λέει, ξάπλα σε μια απ’ τις πανέμορφες παραλίες της Χαλκιδικής»·
- γνωρίζω τη γυναίκα των ονείρων μου, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- γνωρίζω τον άντρα των ονείρων μου, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- έγινε ένα όνειρο (για κάποιον κάτι), λέγεται για επιδίωξη, για στόχο που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, που είναι απραγματοποίητος: «έπεσαν έξω οι δουλειές του πατέρα του και το ταξίδι στο εξωτερικό έγινε γι’ αυτόν ένα όνειρο»· 
- είδα άσχημο όνειρο, επιθετική έκφραση εκνευρισμένου ανθρώπου με την έννοια πως θα φερθεί παράλογα ή δυναμικά εναντίον του ατόμου που τον ενοχλεί. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το πρόσεχε γιατί ή το κάτσε καλά γιατί· 
- είδα κακό όνειρο, βλ. φρ. είδα άσχημο όνειρο·
- είδα στ’ όνειρό μου ότι…, ονειρεύτηκα ότι…: «χτες βράδυ είδα στ’ όνειρό μου ότι κέρδισα τον πρώτο αριθμό του λαχείου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το λέει· 
- είναι ένα όνειρο (για κάποιον κάτι), βλ. φρ. έγινε ένα όνειρο·
- έμεινε ένα όνειρο (για κάποιον κάτι), βλ. φρ. έγινε ένα όνειρο· 
- έρχομαι στα όνειρα (κάποιου), με ονειρεύεται: «χωρίσαμε πριν από πολύ καιρό, όμως έρχεται συχνά στα όνειρά μου». (Τραγούδι: γεια σου, φεύγω σήμερα μακριά σου, θα ’ρχομαι στα όνειρά σου, γεια σου, γεια σου
- έσβησε σαν όνειρο, λέγεται για πολύ ευχάριστη κατάσταση που τερματίστηκε: «όλο το καλοκαίρι το πέρασα σαν πρίγκιπας στο τάδε νησί, αλλά έσβησε σαν όνειρο και μπλέχτηκα πάλι στα γρανάζια της δουλειάς». (Λαϊκό τραγούδι: φεύγει κι αυτό το καλοκαίρι κι όσα ζήσαμε μαζί, μοιάζουν σαν όνειρα που σβήνουν το πρωί
- έχει μεγάλα όνειρα, στοχεύει ψηλά, επιδιώκει να πραγματοποιήσει σημαντικά πράγματα: «αυτό το παιδί θα προκόψει στη ζωή του, γιατί από μικρό έχει μεγάλα όνειρα». (Λαϊκό τραγούδι: η βάρκα μου η Μαριωρή είναι το πιο μικρό σκαρί, μα έχει όνειρα μεγάλα σαν και μένα, και φεύγουμε τα δειλινά για ξένα πόρτα μακρινά και για χαμόγελα γλυκά κι ονειρεμένα
- ζει με όνειρα, βλ. φρ. τρέφεται με όνειρα·
- ζει στο όνειρο, φαντάζεται σπουδαία πράγματα, ευτυχισμένες καταστάσεις: «με δυο τρία ποτηράκια αυτός ο άνθρωπος, ζει στο όνειρο»·
- ζει το όνειρο, βιώνει σπουδαίες, ευτυχισμένες καταστάσεις: «είναι ο πρώτος καιρός που κέρδισε το λαχείο κι ακόμα ζει το όνειρο. (Λαϊκό τραγούδι: μη βάζεις μέσα σου καημούς, ποτέ μη συλλογιέσαι. Γιατί το όνειρο το ζεις, το παραμύθι της ζωής, και μη στενοχωριέσαι
- ήταν ένα άσχημο όνειρο, βλ. φρ. ήταν ένα κακό όνειρο·
- ήταν ένα κακό όνειρο, λέγεται για παροδικές δυσάρεστες καταστάσεις: «ήταν μεγάλη συμφορά αυτό που σε βρήκε, αλλά ήταν ένα κακό όνειρο». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το πες πως και κλείνει με το που πέρασε·
- θα σου εξηγήσω τ’ όνειρο αύριο ή θα σου εξηγήσω αύριο τ’ όνειρο, προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται άσχημα πως θα του ανταποδώσουμε μελλοντικά τα ίσα: «τώρα με κοροϊδεύεις, αλλά θα σου εξηγήσω τ’ όνειρο αύριο»·
- θρέφει όνειρα, βλ. φρ. τρέφει όνειρα·
- θρέφεται με όνειρα, βλ. φρ. τρέφεται με όνειρα·
- κακό όνειρο, βλ. λ. άσχημο όνειρο·
- καλό όνειρο, που είναι ευχάριστο ή ευοίωνο: «απ’ το πρωί είναι ευδιάθετος, γιατί χτες βράδυ είδε ένα καλό όνειρο»·
- κάνει μεγάλα όνειρα, βλ. φρ. έχει μεγάλα όνειρα·
- κάνω όνειρα, δημιουργώ με την φαντασία μου ευχάριστες καταστάσεις, ονειρεύομαι: «όλο το χειμώνα έκανα όνειρα πώς θα περάσω το καλοκαίρι». (Λαϊκό τραγούδι: το ένα τ’ άλογο να είναι άσπρο, όπως τα όνειρα που έκανα παιδί, το άλλο τ’ άλογο να είναι μαύρο, σαν την πικρή μου την κατάμαυρη ζωή
- κάνω τρελά όνειρα, σκέφτομαι διάφορες ευχάριστες καταστάσεις που δεν έχω τη δυνατότητα να πραγματοποιήσω. (Τραγούδι: θωρακισμένη Μερσεντές δεν ονειρεύτηκα ποτές, μην κάνεις όνειρα τρελά, μαζί μου θα ’χεις λίγα και καλά
- μακρινό όνειρο, βλ. φρ. άπιαστο όνειρο·
- μου φαίνεται σαν όνειρο, λέγεται για καταστάσεις ονειρικές, εξωπραγματικές που μας είναι αδύνατο να τις πιστέψουμε: «μου φαίνεται σαν όνειρο που ξαναβρήκα ένα φίλο μετά από τριάντα χρόνια || μου φαίνεται σαν όνειρο που κάνω διακοπές σ’ αυτό το εξωτικό νησί»·
- μου φαίνεται σαν σε όνειρο! λέγεται για πράγματα, για καταστάσεις που υπάρχουν αμυδρά στη σκέψη μας, που αποτελούν μια αμυδρή ανάμνηση: «μου φαίνεται σαν σε όνειρο που παίζαμε παιδιά στη φτωχογειτονιά μας!»·
- όνειρα βλέπεις; έκφραση με την οποία θέλουμε να επαναφέρουμε κάποιον στην πραγματικότητα: «αποφάσισα με πεντακόσια ευρώ να κάνω το γύρο του κόσμου. -Όνειρα βλέπεις;»·
- όνειρα γλυκά! ευχετική έκφραση σε κάποιον την ώρα που πηγαίνει να κοιμηθεί. Πολλές φορές, η φρ. πιο ολοκληρωμένη και με κάποια δόση πειράγματος: όνειρα γλυκά και απονήρευτα! ή όνειρα γλυκά και ασκανδάλιστα! όπου το απονήρευτα ή το ασκανδάλιστα υπονοεί ερωτικές φαντασιώσεις·
- όνειρο ήταν και πάει, βλ. φρ. όνειρο ήταν κι έσβησε·
- όνειρο ήταν και πέρασε, βλ. φρ. όνειρο ήταν κι έσβησε. (Λαϊκό τραγούδι: μακριά κι οι φίλοι, με γελάσανε, όνειρα ήταν και περάσανε)·
- όνειρο ήταν και χάθηκε, βλ. φρ. όνειρο ήταν κι έσβησε·
- όνειρο ήταν κι έσβησε, α. λέγεται με παράπονο για ευχάριστη κατάσταση που είχε μικρή διάρκεια, που ήταν παροδική, εφήμερη: «περάσαμε πάρα πολύ ωραία τρεις μέρες στη Χαλκιδική, όμως όνειρο ήταν κι έσβησε, γιατί πρωί πρωί τη Δευτέρα ξαναγυρίσαμε στη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: περασμένες μου αγάπες όνειρα που σβήσατε. Με το πέρασμα του χρόνου την ανάμνηση του πόνου στην καρδιά αφήσατε, περασμένες μου αγάπες όνειρα που σβήσατε).β. λέγεται με παράπονο για ευχάριστη κατάσταση που τη ζήσαμε μόνο με τη φαντασία μας: «είχα σκοπό να περάσω το καλοκαίρι σε κανένα νησί, όμως όνειρο ήταν κι έσβησε, γιατί μου προέκυψαν ένα σωρό έξοδα που δεν τα υπολόγιζα κι έτσι έμεινα χωρίς φράγκο»·
- όνειρο θερινής νυκτός, λέγεται στην περίπτωση που κάποια επιθυμία ή επιδίωξή μας δεν πραγματοποιήθηκε: «σκόπευα κι εγώ φέτος να πάω διακοπές στα νησιά, αλλά ήταν όνειρο θερινής νυκτός, γιατί δε μου ’ρθαν τα λεφτά που περίμενα». Αναφορά στο ομώνυμο έργο του Ουίλ. Σαίξπηρ·
- πιστεύει σε όνειρα ή πιστεύει στα όνειρα, έχει την εντύπωση πως μπορούν να πραγματοποιηθούν πράγματα δύσκολα, ανέφικτα: «ξεκίνησε να χτίσει ολόκληρο εργοστάσιο χωρίς ευρώ. -Πιστεύει σε όνειρα»·
- πιστεύει στα όνειρα, έχει την εντύπωση πως τα όνειρα όντως κάτι προαναγγέλλουν, πως είναι προφητικά, σημαδιακά: «είδε στ’ όνειρό του ψάρι, που σημαίνει μεγάλη λαχτάρα, κι είναι μέσα στη στενοχώρια του, γιατί πιστεύει στα όνειρα»·
- πλάθω όνειρα, βλ. φρ. κάνω όνειρα. (Λαϊκό τραγούδι: γιατί με τη μητέρα σου τα βάσανά μας λέμε, όνειρα πλάθουμε για σας και κάπου κάπου κλαίμε
- προφητικό όνειρο, που έχει χαρακτήρα προφητείας, που προλέγει το μέλλον: «έγινε μεγάλος και τρανός κι ήταν προφητικό το όνειρο που είχε δει η μάνα του τη μέρα που τον γέννησε»·
- σαν όνειρο, δηλώνει κάτι εξαιρετικό, πολύ ευχάριστο, εξαίσιο που μας συμβαίνει ή που μας συνέβη: «η εκδρομή ήταν σαν όνειρο». (Τραγούδι: πάμε μια βόλτα στο Φαληράκι, μη μου χαλάσεις την καρδιά, κι όταν σου δίνω κανένα φιλάκι, θα ’ναι σαν όνειρο η βραδιά)· βλ. και φρ. σαν σε όνειρο(!)·
- σαν σε όνειρο! έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως θυμόμαστε κάτι πολύ αμυδρά: «σαν σε όνειρο βλέπω τον εαυτό μου στην παιδική του ηλικία»· βλ. και φρ. σαν όνειρο και του ονείρου·
- σημαδιακό όνειρο, που αποδεικνύεται μοιραίο ή που έχει το χαρακτήρα του οιωνού: «ήταν σημαδιακό το όνειρο που είδα κι ήμουν έτοιμος για ό,τι ήθελε συμβεί»·
- σκόρπισαν τα όνειρά μου, διαλύθηκαν, δεν πραγματοποιήθηκαν: «με την αναδουλειά που υπάρχει, σκόρπισαν τα όνειρά μου για καλοκαιρινές διακοπές». (Λαϊκό τραγούδι: μάτια μου, θάλασσες, το βλέμμα σου ταξίδι, τα όνειρά μου σκόρπισες στης μοίρας το παιχνίδι
- στ’ όνειρό σου το είδες; βλ. συνηθέστ. στον ύπνο σου το είδες; λ. ύπνος·
- τ’ όνειρό του έγινε πραγματικότητα, βλ. λ. πραγματικότητα·
- τ’ όνειρό του είναι να…, η βασική του επιδίωξη, ο κύριος στόχος του είναι να…: «από μικρό παιδί τ’ όνειρό του είναι να γίνει ένας πετυχημένος γιατρός»·
- το ’δα ’γω τ’ όνειρο! ή το ’χα δει ’γω τ’ όνειρο! λέγεται από άτομο που έρχεται αντιμέτωπο με κάποια δυσάρεστη κατάσταση ή που του ανακοινώνουν κάτι κακό που υποπτευόταν πως θα του συμβεί: «αφεντικό, όσο λείπατε στην τράπεζα ήρθε μια ομάδα από εφοριακούς που σας περιμένει στο γραφείο σας. -Το ’δα ’γω τ’ όνειρο!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το αμ ή το μωρέ ή το να το· βλ. και φρ. είδα κακό όνειρο·
- του ονείρου, (στη νεοαργκό) δηλώνει κάτι εξαιρετικό, πολύ ευχάριστο, εξαίσιο: «γνώρισα μια γυναίκα του ονείρου || αγόρασε ένα αυτοκίνητο του ονείρου || έφαγα μια μακαρονάδα του ονείρου»· 
- του ψαλιδίζω τα όνειρα, με λόγια ή πράξεις γίνομαι ανασταλτικός παράγοντας στην πραγματοποίηση των στόχων του, των επιθυμιών του: «μόλις δει κάποιον νέο, του ψαλιδίζει τα όνειρα και τον προσγειώνει στη σκληρή πραγματικότητα»·
- τρελό όνειρο, πόθος που δεν εκπληρώθηκε. (Λαϊκό τραγούδι: μ’ ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό, ξεκινήσαμε οι δυο μας, μα στου δρόμου τα μισά σβήσαν τ’ άστρα τα χρυσά ξαφνικά από τον ουρανό μας
- τρέφει όνειρα, μάταια φαντάζεται πως θα πετύχει ή θα αποκτήσει κάτι: «απ’ τη μέρα που πήρε το δίπλωμα του γιατρού, τρέφει όνειρα να δημιουργήσει μια μοντέρνα κλινική, αλλά δεν έχει ούτε ευρώ ο καημένος»·
- τρέφεται με όνειρα, μάταια υπολογίζει σε κάτι: «έχει την εντύπωση πως θα περάσει στο πανεπιστήμιο, αλλά, απ’ τη στιγμή που δεν ανοίγει βιβλίο τρέφεται με όνειρα»·
- τρομερό όνειρο, ο εφιάλτης: «χτες βράδυ είδα ένα τρομερό όνειρο κι ακόμη δεν μπορώ να συνέλθω»·
- των ονείρων μου, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως επιθυμούμε κάποιον ή κάτι πάρα πολύ: «αυτή που βλέπεις είναι η γυναίκα των ονείρων μου || αυτό το μοντέλο είναι τ’ αυτοκίνητο των ονείρων μου»·
- φοβερό όνειρο, βλ. φρ. τρομερό όνειρο·
- χάθηκε σαν όνειρο, βλ. φρ. έσβησε σαν όνειρο·
- χτίζω όνειρα, ονειρεύομαι ευχάριστα πράγματα: «μόλις πήρε το δίπλωμα του γιατρού, άρχισε να χτίζει όνειρα για το μέλλον του». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αγάπησα, σε πίστεψα, δε μου ’πες την αλήθεια, μαζί κι αν χτίζαμε όνειρα,εβγήκαν παραμύθια
- ψαλιδίστηκαν τα όνειρά μου, δεν πραγματοποιήθηκαν: «ήθελα να γίνω γιατρός, αλλά ψαλιδίστηκαν τα όνειρά μου, γιατί για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή μου άφησα τις σπουδές μου στη μέση».

άντρας

άντρας κ. άνδρας, ο, γεν. άντρα κ. άνδρα κ. αντρού, του, πλ. άντρες κ. άνδρες κ. άντρηδες κ. άντρηδοι κ. αντράδες, οι, ουσ. [από την αιτιατ. ἄνδρα του αρχ. ἀνήρ], ο άντρας: «δε θ’ αφήσουμε τις παστρικές να μας κλέψουν τους αντράδες μας || όλοι οι άντρηδοι πρέπει να ξηγιούνται σπαθί». 1. ο άντρας ως το ισχυρότερο φύλο σε σύγκριση με τη γυναίκα: «όταν μιλάει ο άντρας, εσύ θα κάθεσαι προσοχή!». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω και θα πω και μια κουβέντα παραπάνω). 2.ο σύζυγος: «είδα την αδερφή σου με τον άντρα της στην αγορά». (Λαϊκό τραγούδι: Μαρία με τα κίτρινα, ποιον αγαπάς καλύτερα, τον άντρα σου ή το γείτονα). 3. ο γενναίος, το παλικάρι: «ο τάδε είναι πολύ άντρας και δε φοβάται κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω, και θα πω και μια κουβέντα παραπάνω). 4. ο καθώς πρέπει, ο κύριος: «είναι πολύ άντρας και συμπεριφέρεται πάντα όμορφα κι ωραία». (Λαϊκό τραγούδι: στα όπα όπα σ’ είχα και σε ζηλεύανε, να βρούνε τέτοιον άντρα κι άλλες γυρεύανε). 5. ο επιβήτορας, ο γαμιάς: «είναι τόσο άντρας, που δεν άφησε καμιά γυναίκα απήδηχτη στη γειτονιά». 6. ο απλός στρατιώτης, ο οπλίτης: «έχει υπό τις διαταγές του πενήντα άντρες». 7. (στη γλώσσα του στρατού) στον πλ. χωρίς άρθρο και συνήθως στον τύπο άνδρες! προειδοποιητικό επιφώνημα, με το οποίο ο επικεφαλής φέρνει τους στρατιώτες του σε εγρήγορση, για να εκτελέσουν το κυρίως παράγγελμα που θα ακολουθήσει: «άνδρες! Προσοχή!».Υποκορ. αντράκι, το κ. αντρούλης, ο (βλ. λ.). Μεγεθ. αντράκλα, η κ. άντρακλας κ. αντρούκλας, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 50 φρ.)·
- αλλάζει άντρες σαν τα πουκάμισα ή αλλάζει τους άντρες σαν τα πουκάμισα, βλ. λ. πουκάμισο·
- αν είσαι άντρας, έλα να λογαριαστούμε ή αν είσαι άντρας, έλα να μετρηθούμε, αν τολμάς, αν έχει θάρρος, έλα να αναμετρηθούμε δυναμικά, έλα να μαλώσουμε: «άσε τις φοβέρες και τα λόγια κι αν είσαι άντρας, έλα να λογαριαστούμε». Πρβλ.: αν είσαι άντρας τσιφλικά έβγα ψηλά στ’ αλώνι να ’χεις και να ’χω ένα γκρα να μετρηθούμε μόνοι (Λαϊκό τραγούδι)· 
- άντρα θέλω, τώρα τον θέλω ή άντρα θέλω, τώρα τονε θέλω, επιθυμία για άμεση ενέργεια, για άμεση πραγματοποίηση: «αν του μπει κάτι στο μυαλό, άντρα θέλω, τώρα τον θέλω || μη του τάξεις τίποτα, γιατί είναι άντρα θέλω, τώρα τονε θέλω, και θα σου γίνει κολλητσίδα μέχρι να του το δώσεις»·
- άντρα μου, για να γκαστρωθώ, δε μ’ ωφελούν τα βότανα, βλ. λ. γκαστρώνομαι·
- άντρα μου, για να γκαστρωθώ, δε με φελούν τα ξόρκια, βλ. λ. γκαστρώνομαι·
- άντρας δυο μέτρα, ή δυο μέτρα άντρας, άντρας πολύ ψηλός, αλλά συνήθως λέγεται με υποτιμητική διάθεση: «σαν δεν ντρέπεσαι, δυο μέτρα άντρας και να κάνεις τέτοιες βλακείες!». (Λαϊκό τραγούδι: κοίτα πράγματα, κοίτα πράγματα, άντρας δυο μέτρα έβαλες τα κλάματα
- άντρας μ’ εφτά καντάρια αρχίδια, βλ. λ. καντάρι·
- άντρας με κάτι αρχίδια να! βλ. λ. αρχίδι·
- άντρας με καρδιά, άντρας άφοβος, γενναίος: «δε φοβάται κανέναν, γιατί είναι άντρας με καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: τσακιρισμένος μια βραδιά κι ως ήταν άντρας με καρδιά τον βάρεσε η τρέλα και μπαμ και μπουμ τις πιστολιές ξεσήκωσε τις γειτονιές κι έσπασε δυο μπορντέλα
- άντρας με τα όλα του, έκφραση που θέλει να τονίσει τα χαρίσματα, τα πλεονεκτήματα ενός άντρα (ομορφιά, αθλητικό παράστημα, γενναιότητα, καλά αισθήματα) άσχετα αν είναι πλούσιος ή όχι: «μπορεί να είναι φτωχός, αλλά είναι άντρας με τα όλα του»·
- απόψε με ποιον κοιμάμαι κι αύριο έρχεται ο άντρας μου, βλ. λ. απόψε·
- (βάζει) κι η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, βλ. συνηθέστ. (βάζει) κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες·
- (βάζει) κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, βλ. λ. μυλωνάς·
- βρίσκω τον άντρα της ζωής μου, (για γυναίκες) συνδέομαι ερωτικά με έναν άντρα που είναι όπως ακριβώς τον ήθελα, όπως τον ονειρευόμουν: «είναι πάρα πολύ ευτυχισμένη, γιατί βρήκε τον άντρα της ζωής της»·
- βρίσκω τον άντρα των ονείρων μου, (για γυναίκες) βλ. φρ. βρίσκω τον άντρα της ζωής μου·
- για κόψε έναν άντρα! α. υποτιμητική έκφραση σε άντρα που διατείνεται πως είναι άφοβος, γενναίος: «για κόψε έναν άντρα που θέλει να τα βάλει μαζί μου!». β. υποτιμητική έκφραση σε άντρα που είναι πολύ κοντός, πολύ αδύνατος, πολύ μικροκαμωμένος: «για κόψε έναν άντρα που, αν φυσήξει αέρας, θα τον πάρει και θα τον σηκώσει!». Συνήθως η φρ. συνοδεύεται και από χειρονομία με το χέρι να δείχνει υποτιμητικά τον άντρα για τον οποίο γίνεται λόγος·
- γνήσιος άντρας, που είναι πρότυπο για την αρσενική συμπεριφορά του και για την εν γένει στάση στη ζωή που χαρακτηρίζεται από γενναιότητα, μεγαλοσύνη και δίκαια αντιμετώπιση προς συνανθρώπους του: «λίγοι είναι σήμερα σαν κι αυτόν γνήσιοι άντρες»·
- γνωρίζω τον άντρα της ζωής μου, (για γυναίκες) βλ. φρ. βρίσκω τον άντρα της ζωής μου·
- γνωρίζω τον άντρα των ονείρων μου, (για γυναίκες) βλ. φρ. βρίσκω τον άντρα της ζωής μου·
- δε γνώρισε άντρα, (για γυναίκες) δεν είχε ερωτικό δεσμό με άντρα, δεν έχει συνουσιαστεί και, κατ’ επέκταση, είναι παρθένα: «έγινε είκοσι πέντε χρονών κοπέλα κι ακόμη δε γνώρισε άντρα»·
- δεν έχει άντρα, (για γυναίκες) είναι ανύπαντρη: «η μόνη απ’ την παρέα μας που δεν έχει άντρα είναι η τάδε»·
- δημόσιος άντρας, αυτός που ασχολείται συστηματικά με τα πολιτικά, με την πολιτική: «ένας δημόσιος άντρας πρέπει να ’ναι άμεμπτος, αλλά πού!»·
- δώσ’ μου, κυρά, τον άντρα σου κι εσύ κράτα τον κόπανο, βλ. λ. κόπανος·
- ενός ανδρός αρχή, βλ. λ. αρχή·
- έχασε τον άντρα της, (για γυναίκες) είναι χήρα: «έχασε τον άντρα της σ’ ένα τροχαίο δυστύχημα»·
- έχει ο αφέντης μας αφέντρα κι η κυρά μας άλλον άντρα, λέγεται στην περίπτωση που οι σύζυγοι απατούν ο ένας  τον άλλον: «αυτοί το ’χουν λύσει το πρόβλημα της συζυγικής πίστης κι έχουν υιοθετήσει το έχει ο αφέντης μας αφέντρα κι η κυρά μας άλλον άντρα»· 
- έχω άντρα, (για γυναίκες) είμαι παντρεμένη: «δε μ’ ενδιαφέρει κανένας άντρας, γιατί έχω άντρα». (Λαϊκό τραγούδι: έχει το κορίτσι άντρα παλικάρι ξακουστό, Θοδωράκης το όνομά μου κι όπου λάχει περπατώ
- η μοίρα μου τον άντρα μου, καλό να μου τον εύρει, ευχή γυναίκας για να πετύχει στο γάμο της, για να βρει καλό σύζυγο: «ένα παρακαλώ πρωί βράδυ το Θεό, η μοίρα μου τον άντρα μου, καλό να μου τον εύρει»·
- κάνω τον άντρα, α. προσποιούμαι τον γενναίο, τον ατρόμητο: «έκανε τον άντρα σ’ έναν άγνωστο και τις μάζεψε». β. ισχυρίζομαι πως είμαι επιβήτορας, πως είμαι γαμιάς: «αυτός κάνει τον άντρα, αλλά καμιά γυναίκα δε θέλει να πάει μαζί του». (Λαϊκό τραγούδι: καθόσουνα στον καφενέ και έκανες τον άντρα κι η γκόμενά σου τριγυρνά τώρα με άλλον μάγκα
- κλάσαν οι άντρες και βγήκες εσύ, α. υποτιμητική έκφραση σε κάποιον άντρα που διατείνεται πως είναι άφοβος, γενναίος. β. υποτιμητική παρατήρηση σε άντρα που είναι πολύ κοντός, πολύ αδύνατος, πολύ μικροκαμωμένος·
- κοιμάμαι με άντρα, (για γυναίκες) συνουσιάζομαι: «είναι απελευθερωμένη γυναίκα και κοιμάται μ’ όποιον άντρα της κάνει κέφι»· 
- κόρη μου, κατά τον άντρα σου να σειέται η ποδιά σου, βλ. λ. κόρη·
- κόψε άντρα! βλ. φρ. για κόψε έναν άντρα(!)·
- ξαπλώνω με άντρα, (για γυναίκες) βλ. φρ. κοιμάμαι με άντρα·
- ο άντρας θέλει κλάσιμο και η μαγκιά λουστρίνι, βλ. λ. μαγκιά·
- ο άντρας του σπιτιού, α. ο σύζυγος, ο νοικοκύρης: «αν είναι μέσα ο άντρας του σπιτιού, θέλω να του πω κάτι». β. ο άντρας (ανεξαρτήτου ηλικίας) ως προστάτης της οικογένειας μετά το χαμό του συζύγου: «τώρα, που πέθανε ο πατέρας σου, εσύ είσαι ο άντρας του σπιτιού»·
- ο καλύτερος γιαβουκλούς, ο χειρότερος άντρας, ο άντρας εκείνος που έχει μεγάλη επιτυχία στις γυναίκες, διαμορφώνει κακό χαρακτήρα: «επειδή είναι ομορφόπαιδο, δεν πάει να πει πως είναι και καλός, γιατί δεν πρέπει να σου διαφεύγει πως, ο καλύτερος γιαβουκλούς, ο χειρότερος άντρας». Από το ότι ένας όμορφος και πετυχημένος εραστής, από τη στιγμή που οι γυναίκες του κάνουν όλα τα χατίρια, αντανακλά αυτό στο χαρακτήρα του, που σταδιακά γίνεται απαιτητικός και αυταρχικός· 
- ό,τι έχω εμπρός μου, το λέγω του αντρός μου, λέγεται για τις γυναίκες εκείνες που είναι ειλικρινείς με τους άντρες τους και τους αποδίδουν την κάθε επιτυχία και το κάθε αγαθό που απολαμβάνουν: «εγώ δεν είμαι αυτές τις αχάριστες γυναίκες γιατί εγώ, ό,τι έχω εμπρός μου, το λέγω του αντρός μου»·
- ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- παίρνω (για) άντρα, (για γυναίκες) παντρεύομαι: «παντρεύεται η κόρη του και παίρνει για άντρα τον τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: αν δε μου δώσει η μάνα σου σπίτι στην Αλεξάντρα, και αυτοκίνητο κλειστό, δε θα με πάρεις άντρα
- πηγαίνω με άντρα, (για γυναίκα) συνουσιάζομαι: «αυτή η ζωντοχήρα έχει πάει μ’ όλους τους άντρες της γειτονιάς»·
- στάθηκε άντρας, βλ. φρ. φάνηκε άντρας·
- της έφαγε τον άντρα, (για γυναίκες) ξελόγιασε τον άντρα κάποιας άλλης γυναίκας και σύναψε μαζί του ερωτική σχέση ή τον παντρεύτηκε: «αυτή που βλέπεις, της έφαγε τον άντρα η καλύτερή της φίλη»·  
- το κρατάει για την τιμή του αντρού της, βλ. λ. τιμή·
- τον άντρα μου θωρούνε κι εμένανε τιμούνε, η γυναίκα που έχει άξιο και πετυχημένο άντρα, υπολογίζεται από το περιβάλλον της: «ας μην ήταν ο άντρας μου εφοπλιστής και σας έλεγα εγώ πώς θα με φέρονταν, γιατί τώρα τον άντρα μου θωρούνε κι εμένανε τιμούνε»·  
- τον άντρα σου κεράτωνε και μάγια μην του κάνεις, βλ. λ. κερατώνω·
- τον κάνω άντρα, (για γυναίκες) είμαι η πρώτη που του μαθαίνω τα μυστικά του έρωτα: «δεν μπορεί να την ξεχάσει αυτή τη γυναίκα, γιατί είναι η πρώτη που τον έκανε άντρα»·
- τον κάνω άντρα μου, (για γυναίκες) τον παντρεύομαι: «μόνο αν θ’ αγαπήσω κάποιον, θα τον κάνω άντρα μου»·
- φάνηκε άντρας, έδειξε ανδρεία, θάρρος ή υπευθυνότητα: «όλοι τους αποδείχτηκαν φοβιτσιάρηδες, γιατί όταν κινδύνεψα, μόνο ο τάδε φάνηκε άντρας || στις δύσκολες στιγμές, όταν οι άλλοι τα είχαν χάσει και δεν ήξεραν τι να κάνουν, ο τάδε φάνηκε άντρας, γιατί μπόρεσε και τους οργάνωσε»·
- φέρθηκε σαν άντρας, βλ. φρ. φάνηκε άντρας· 
- χαρά στον άντρα το ζεστό και τη γυναίκα κρύα, βλ. λ. χαρά.

γυναίκα

γυναίκα, η, ουσ. [<μσν. γυναῖκα, από το αρχ. γυναῖκα, αιτιατ. του ουσ. γυνή], η γυναίκα. 1. η σύζυγος: «ποιανού γυναίκα είναι αυτή; || πήρε τη γυναίκα του κι έφυγαν διακοπές. (Λαϊκό τραγούδι: έξω απ’ άδικο κι από κακιά γυναίκα, αυτά τα δυο μου καταστρέψαν τη ζωή κι έχω καεί, αχ έχω καεί). 2α. οικιακή βοηθός, που για συγκεκριμένες μέρες της εβδομάδας ή του μήνα, ανάλογα με τη συμφωνία, αναλαμβάνει κυρίως την καθαριότητα του σπιτιού: «κάθε βδομάδα παίρνει γυναίκα, για να τη βοηθάει στην καθαριότητα του σπιτιού». β. η μπέιμπη σίτερ: «είμαστε προσκαλεσμένοι κάπου το βράδυ και θέλω μια γυναίκα για να κρατήσει το μωρό». 3. (ειρωνικά ή υποτιμητικά) πολύ δειλός άντρας: «είναι τόσο γυναίκα, που, μόλις κάνεις πως τον αγριεύεις λίγο, τρέμει απ’ το φόβο του». Επί γενεές γενεών η γυναίκα θεωρούνταν από τον άντρα ως υποδεέστερο ον, χωρίς να έχει ούτε καν το δικαίωμα της ψήφου. Χρειάστηκαν σκληροί και μακροχρόνιοι αγώνες από εμπνευσμένες και δυναμικές γυναίκες για να μπορέσει να πάρει η γυναίκα, σε άλλες χώρες στις αρχές του 20ου αιώνα, και σε άλλες στα μέσα του ίδιου αιώνα, θέση ισότιμη με αυτή του άντρα μέσα στην κοινωνία. Όμως, ακόμα και σήμερα σε ορισμένες περιοχές της επαρχίας, η γυναίκα εξακολουθεί να μην αναγνωρίζεται ως ισότιμη του άντρα κι έτσι ακούγεται το εξής παράδοξο: «κάθονταν γύρω απ’ το τραπέζι ένας άνθρωπος, δυο γυναίκες κι ένας φαντάρος (βλ. λ.)» όπου το άνθρωπος ερμηνεύει τον άντρα. 4. στον πλ. οι γυναίκες, γενικά το θηλυκό γένος, ο γυναικόκοσμος: «ό,τι λεφτά βγάζει, τα τρώει με τις γυναίκες». Υποκορ. γυναικάκι, το και γυναικούλα, η (βλ. λ.). Μεγεθ. γυναικάρα, η και γυναίκαρος, ο. (Ακολουθούν 57 φρ.)·
- αγοραία γυναίκα, η πόρνη: «υπάρχει ένας δρόμος κοντά στο λιμάνι, όπου περιφέρονται αγοραίες γυναίκες»·
- αιώνια γυναίκα, λέγεται για γυναίκα, που ο χρόνος δεν έφθειρε την ομορφιά και τη γοητεία της: «είδα τη μητέρα σου στο δρόμο και τη καταχάρηκα, βρε παιδάκι μου. Αιώνια γυναίκα, μπράβο της!»· βλ. και φρ. η αιώνια γυναίκα·
- αλλάζει γυναίκες σαν τα πουκάμισα ή αλλάζει τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, βλ. λ. πουκάμισο·
- άσχημη γυναίκα κι όμορφη γκόμενα, βλ. λ. γκόμενα·
- αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός, ό,τι παράξενο ή δύσκολο θελήσει η γυναίκα να αποκτήσει ή να πετύχει στο τέλος το καταφέρνει με οποιοδήποτε τίμημα: «από δω μ’ είχε, από κει μ’ είχε στο τέλος της αγόρασα τη γούνα, γιατί, αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός»·
- βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου, (για άντρες) συνδέομαι ερωτικά με μια γυναίκα που είναι όπως ακριβώς την ήθελα, όπως την ονειρευόμουν: «μόνο αν βρω τη γυναίκα της ζωής μου, θ’ αποφασίσω να παντρευτώ»·
- βρίσκω τη γυναίκα των ονείρων μου, (για άντρες) βλ. φρ. βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου·
- γίνομαι γυναίκα, γνωρίζω τον έρωτα, δεν είμαι πια παρθένα: «στην εποχή που ζούμε, οι πιο πολλές γίνονται γυναίκες από την εφηβική τους ηλικία»·
- γνωρίζω τη γυναίκα της ζωής μου, (για άντρες) βλ. φρ. βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου·
- γνωρίζω τη γυναίκα των ονείρων μου, (για άντρες) βλ. φρ. βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου·
- γόης φιδιών και γυναικών, βλ. λ. γόης·
- γυναίκα αράχνη, γυναίκα που καταστρέφει τον άντρα που την αγαπάει: «κάποτε ήταν πλούσιος κι ωραίος, αλλά έμπλεξε με μια γυναίκα αράχνη και τώρα είναι για να τον κλαίν’ κι οι ρέγκες». Αναφορά στην αράχνη μαύρη χήρα, βλ. λ. χήρα·
- γυναίκα δηλητήριο, γυναίκα καταστροφική για έναν άντρα: «τα ’μπλεξε με μια γυναίκα δηλητήριο και τίναξε το σπίτι του στον αέρα»·
- γυναίκα δίχως κώλο, λιμάνι δίχως μόλο, ένας καλοσχηματισμένος και σφριγηλός κώλος ολοκληρώνει την ομορφιά της γυναίκας (όπως ο μόλος ολοκληρώνει την ασφάλεια του λιμανιού)·
- γυναίκα ελαφρών ηθών, γυναίκα με χαλαρούς ηθικούς φραγμούς, ιδίως στα ερωτικά ζητήματα, η πόρνη: «δεν το κρύβει πως είναι γυναίκα ελαφρών ηθών»·
- γυναίκα με τα όλα της, έκφραση με την οποία θέλουμε να τονίσουμε τα χαρίσματα, τα πλεονεκτήματα μιας γυναίκας (ομορφιά, καλλίγραμμο κορμί, ήθος, καλά αισθήματα) άσχετα είναι πλούσια ή όχι: «παντρεύτηκε μια πλούσια ο κωλόφαρδος, που είναι και γυναίκα με τα όλα της»·
- γυναίκα μιας βραδιάς, λέγεται για γυναίκα που συνηθίζει να ενδίδει πολύ εύκολα την εφήμερο έρωτα, χωρίς αυτό να προϋποθέτει ότι είναι πόρνη: «μην υπολογίζεις πως θα την ξανασυναντήσεις, γιατί είναι γυναίκα μιας βραδιάς κι ύστερα πού σε είδα πού σε ξέρω». (Λαϊκό τραγούδι: στριφογυρίζεις σαν τσιγγάνα και μες στα μπαρ που τραγουδάς, πολλούς γελάς με λόγια πλάνα τρελή γυναίκα μιας βραδιάς
- γυναίκα οπού γελά και τα χαρίσματά σου δέχεται, σαν θέλεις τη φιλάς, λέγεται για γυναίκα που με τον τρόπο της δείχνει να ανταποκρίνεται στο ερωτικό ενδιαφέρον του άντρα: «όρμα της, ρε βλάκα, αφού στο δείχνει καθαρά, γιατί γυναίκα οπού γελά και τα χαρίσματά σου δέχεται, σαν θέλεις τη φιλάς»·
- γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή, η γυναίκα που δε συμπεριφέρεται κόσμια, που προκαλεί, δε χαίρει καλής φήμης: «αν θες τη γνώμη μου, δεν είναι γνωστική γυναίκα, γιατί γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή»·
- γυναίκα της νύχτας, α. γυναίκα που συνηθίζει να κυκλοφορεί τη νύχτα, ιδίως διασκεδάζοντας, συνήθως στα μπουζούκια: «τα ’μπλεξε με μια γυναίκα της νύχτας και τον σέρνει από μπουζουκτσίδικο σε μπουζουκτσίδικο». β. γυναίκα που εργάζεται τη νύχτα, ιδίως σε μπαρ ή άλλο νυχτερινό κέντρο διασκέδασης: «είναι γυναίκα της νύχτας, γι’ αυτό, κάθε μέρα ξυπνάει μετά το μεσημέρι». γ. γυναίκα αμφίβολης ηθικής: «άφησε την τάδε, που ήταν κορίτσι από σπίτι, και τα ’μπλεξε με μια γυναίκα της νύχτας». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι της νύχτας η γυναίκα και μη μου λες πως μ’ αγαπάς, τα ίδια λες και σ’ άλλους δέκα τον έρωτά σου τον πουλάς)· 
- γυναίκα του δρόμου, βλ. φρ. γυναίκα του πεζοδρομίου·
- γυναίκα του πεζοδρομίου, πόρνη που ψαρεύει τους πελάτες της στο δρόμο: «πολλές γυναίκες του πεζοδρομίου, πάσχουν από διάφορα αφροδίσια». Η αναφορά στο πεζοδρόμιο, γιατί εκεί περπατάει η πόρνη, όταν κυκλοφορεί στους δρόμους για να ψαρέψει τους πελάτες της·
- γυναίκα του στραβού, για ποιον στολίζεσαι; λέγεται ειρωνικά για τη γυναίκα ασήμαντου ή παρακατιανού συζύγου, που είναι φανερό πως τον απατά: «λέει πως είναι σωστή και τίμια, αλλά τότε, γυναίκα του στραβού, για ποιον στολίζεσαι;»·  
- γυναίκα του υποκόσμου, γυναίκα που σχετίζεται με τον υπόκοσμο, που ζει στον υπόκοσμο: «δεν την κάνει καμιά παρέα μέσα στη γειτονιά, γιατί διαδόθηκε πως είναι γυναίκα του υποκόσμου»·
- γυναίκα χταπόδι, που απλώνει, που ρίχνει ταυτόχρονα τα πλοκάμια της προς διάφορους άντρες: «μπορεί να ’ναι μονογαμικό άτομο μια γυναίκα χταπόδι;»·
- δε γνώρισε γυναίκα, (για άντρες) δεν έχει κάνει ακόμη έρωτα με γυναίκα: «έγινε είκοσι χρονώ παλικάρι κι ακόμη δε γνώρισε γυναίκα»·
- δεν έχει γυναίκα, (για άντρες) είναι ανύπαντρος: «ο μόνος απ’ την παρέα μας που δεν έχει γυναίκα είναι ο τάδε»·
- εκείνος που κρατάει τον αετό απ’ την ουρά και τη γυναίκα απ’ το λόγο της, δεν κρατάει τίποτα, συνήθως η γυναίκα δεν κρατάει το λόγο της·
- έκλεισα σαν γυναίκα ή έχω κλείσει σαν γυναίκα, αγάπησα πολύ, αφοσιώθηκα ολοκληρωτικά σε έναν άντρα και δε με ενδιαφέρουν πια άλλοι άντρες: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτόν τον άντρα, έχω κλείσει σαν γυναίκα». Η φρ. αποδίδεται στη Δήμητρα Λιάνη-Παπανδρέου, αναφερόμενη στη σχέση της με τον Αντρέα Παπανδρέου·
- ελαφριά γυναίκα, γυναίκα που ενδίδει χωρίς λόγο στους άντρες: «δεν κάνω κέφι να πάω μαζί της, γιατί είναι ελαφριά γυναίκα»·
- εύκολη γυναίκα, γυναίκα που ενδίδει με ευκολία στους άνδρες: «είναι τόσο εύκολη γυναίκα, που την πηδάς, μόλις την κεράσεις έναν καφέ»·
- έχασε τη γυναίκα του, α. (για άντρες) είναι χήρος: «έχασε τη γυναίκα του σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα». β. (σπάνια) τον εγκατέλειψε: «τώρα που έχασε τη γυναίκα του χτυπάει το κεφάλι του»·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, η μυαλωμένη σύζυγος είναι ανεκτίμητη: «αν θέλεις να παντρευτείς, άσε τις πλούσιες και τις όμορφες και βρες μια μυαλωμένη, γιατί έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό»·
- έχω γυναίκα, (για άντρες) είμαι παντρεμένος: «δε μ’ αρέσει να ξενυχτώ μ’ άλλες γυναίκες, γιατί έχω γυναίκα και παιδιά»·
- η αιώνια γυναίκα, λέγεται για γυναίκα που ασχολείται συνεχώς με τον καλλωπισμό της, πώς να παρουσιάσει δηλαδή από αισθητική άποψη καλύτερο τον εαυτό της και που συνήθως έχει μια μόνιμη τάση για ερωτικές περιπέτειες: «μια ώρα την περιμένω να ετοιμαστεί για να βγούμε να φάμε, και δεν ξέρω ακόμη πόσο θα την περιμένω. -Η αιώνια γυναίκα, φίλε μου». (Λαϊκό τραγούδι: και ο πόλεμος στην Τροία πώς επιάστηκε; Η αιώνια γυναίκα ξελογιάστηκε. Δέκα χρόνια η Ελένη μας λαχτάρησε, ώσπου πήγε ο Οδυσσέας και καθάρισε)· βλ. και φρ. αιώνια γυναίκα·
- … η γυναίκα! εκφράζει τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας σε κάποια γυναίκα που έπαθε κάτι κακό: «καθώς επέστρεφε στο σπίτι της τη στρίμωξε σε μια γωνιά και τη βίασε. -Πω, πω τι έπαθε η γυναίκα!»·  
- η γυναίκα και το άλογο θέλουν άξιο καβαλάρη, βλ. λ. καβαλάρης·
- η γυναίκα, όταν παντρευτεί, και το μουλάρι, όταν σαμαρωθεί, δείχνουν τις πληγές τους, βλ. λ. πληγή·
- κοιμάμαι με γυναίκα, (για άντρες) περνώ μια ερωτική βραδιά με γυναίκα: «κάθε φορά που πηγαίνω σε ξένη πόλη και μένω σε ξενοδοχείο, κοιμάμαι με γυναίκα»·  
- η γυναίκα ως και το διάβολο έκλεισε στο μπουκάλι, η γυναίκα από τη φύση της είναι παμπόνηρη και μπορεί να πετυχαίνει ό,τι βάζει στο μυαλό της: «μη νομίζεις πως είσαι πιο έξυπνος απ’ αυτή, γιατί η γυναίκα ως και το διάβολο έκλεισε στο μπουκάλι»·
- κοινή γυναίκα, η πόρνη: «είναι μια κοινή γυναίκα και καμιά δεν τη θέλει στην παρέα της»·
- ξαπλώνω με γυναίκα, (για άντρες) βλ. φρ. πηγαίνω με γυναίκα·
- ο αέρας κι η γυναίκα δεν κλειδώνονται, όσο κι αν προσπαθήσει κανείς, δε θα μπορέσει να περιορίσει το ελεύθερο πνεύμα της γυναίκας: «μην καταπιέζεις τη γυναίκα σου, γιατί ο αέρας κι η γυναίκα δεν κλειδώνονται»·
- ο Γρηγόρης εγρηγόρα, κι ο Μελέτης εμελέτα, κι ο Γρηγόρης μας επήρε του Μελέτη τη γυναίκα, στη ζωή πετυχαίνουν αυτοί που είναι αποφασιστικοί και ενεργούν με ταχύτητα, ενώ οι αργοί και αναβλητικοί ζημιώνουν: «σήμερα για να πετύχεις πρέπει να ’σαι σπίρτο και να δρας κεραυνοβόλα, γιατί ο Γρηγόρης εγρηγόρα, κι ο Μελέτης εμελέτα, κι ο Γρηγόρης μας επήρε του Μελέτη τη γυναίκα, κατάλαβες ή δεν κατάλαβες»· βλ. και λ. Γρηγόρης·
- ο διάβολος είδε τη γυναίκα και παραμέρισε, βλ. λ. διάβολος·
- ο χορός και το γαμήσι είν’ της γυναικός η φύση, βλ. λ. γαμήσι·
- όμορφο είναι τ’ όμορφο πέντε φορές και δέκα, μ’ απ’ όλα ομορφότερο η γνωστική γυναίκα, η φρονιμάδα και η σωστή κρίση της γυναίκας αξίζει πολύ περισσότερο από την ομορφιά·
- παίρνω (για) γυναίκα, (για άντρες), παντρεύομαι. (Λαϊκό τραγούδι: την γκομενίτσα τη γουστάρω και γυναίκα θα την πάρω
- πηγαίνω με γυναίκα, (για άντρες) συνουσιάζομαι: «παρόλο που πλησιάζει τα εβδομήντα του, θέλει κάθε βδομάδα να πηγαίνει με γυναίκα»·
- τελειωμένη γυναίκα, λέγεται για κορίτσι που έχει πρόωρη ανάπτυξη, που έχει σχηματιστεί σωματικά σαν μια γυναίκα: «έχει μια μικρή κόρη, αλλά η αφιλότιμη είναι τελειωμένη γυναίκα»·
- τη γυναίκα, πριν παντρευτείς, ποτέ σου μην την κρίνεις, ο πραγματικός χαρακτήρας της γυναίκας αποκαλύπτεται μετά το γάμο της: «μην κοκορεύεσαι που σου κάνει τώρα όλα τα χατίρια γιατί, τη γυναίκα, πριν παντρευτείς, ποτέ σου μην την κρίνεις»·
- τη γυναίκα του βασιλιά κρυφά τη βρίζουν, γυναίκα, της οποίας ο άντρας κατέχει υψηλή ή ισχυρή θέση, δεν τολμούν να την κακολογήσουν φανερά: «μην πιστεύεις στα παινέματα που της κάνουν όταν είναι μπροστά τους γιατί, τη γυναίκα του βασιλιά, κρυφά τη βρίζουν»· 
- την κάνω γυναίκα, (για άντρες) είμαι ο πρώτος που κάνει έρωτα μαζί της, την ξεπαρθενεύω: «έχω μια γλυκιά ανάμνηση απ’ αυτή τη γυναίκα, γιατί είμαι αυτός που την έκανε γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: θα σε κάνω γυναίκα όλο μέλι και αίμα με το ρίγος στο δέρμα και τα φρέσκα μαλλιά κι απέ θα σε κάψω, γιατί είσ’ ένα ψέμα η Ελένη της Τροίας, η πληγή η παλιά
- την κάνω γυναίκα μου, (για άντρες) την παντρεύομαι: «αν δεν την αγαπούσα, δε θα την έκανα γυναίκα μου»·
- του καλογυναικά η γυναίκα απ’ τον κώλο φαίνεται, ο άντρας που έχει πείρα στις γυναίκες, διαλέγει μια από αυτές που έχουν ωραίο κώλο: «το πρώτο που βλέπει σε μια γυναίκα είναι αν έχει ωραίο κώλο, γιατί του καλογυναικά η γυναίκα απ’ τον κώλο φαίνεται». Πρβλ.: γυναίκα δίχως κώλο, λιμάνι δίχως μόλο·
- του ’φαγε τη γυναίκα, (για άντρες) ξελόγιασε τη γυναίκα κάποιου άλλου και σύναψε μαζί της ερωτική σχέση ή την παντρεύτηκε: «χρόνια ήταν φίλοι, αλλά, στο τέλος, του ’φαγε τη γυναίκα και την κοπάνησαν κι οι δυο στο εξωτερικό»·
- χαρά στον άντρα το ζεστό και τη γυναίκα κρύα, βλ. λ. χαρά.

πραγματικότητα

πραγματικότητα, η, ουσ. [<νεότ. πραγματικότης], η πραγματικότητα·
- δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα, βλ. λ. επαφή·
- δεν έχει την αίσθηση της πραγματικότητας, βλ. λ. αίσθηση·
- έγινε πραγματικότητα (κάτι), πραγματοποιήθηκε κάτι: «τ’ όνειρό του να δει το γιο του  γιατρό έγινε πραγματικότητα»·
- είναι εκτός πραγματικότητας, το άτομο ή το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος, δεν είναι ρεαλιστικό, είναι εξωπραγματικό: «μη δίνεις βάση σ’ αυτά που σου λέει, γιατί είναι εκτός πραγματικότητας ο άνθρωπος»·
- έχασε την επαφή του με την πραγματικότητα, βλ. λ. επαφή·
- προσγειώνομαι στην πραγματικότητα, επανέρχομαι σε αυτό που πραγματικά συμβαίνει, υπάρχει, επανέρχομαι στις πραγματικές συνθήκες της ζωής: «νόμιζε πως η ζωή είναι μόνο χαρά κι ευτυχία, αλλά με το θάνατο του πατέρα του προσγειώθηκε στην πραγματικότητα». Πολλές φορές, πριν από το πραγματικότητα, προτάσσεται το σκληρή·
- στην πραγματικότητα, σύμφωνα με αυτό που πραγματικά συμβαίνει, συνέβη ή που μπορεί να συμβεί (σε αντιδιαστολή με το υποθετικό), όντως, στ’ αλήθεια: «εκ των υστέρων μπορούμε να κάνουμε χίλιες δυο υποθέσεις, στην πραγματικότητα όμως ποτέ δε θα μάθουμε πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα»·
- τ’ όνειρό του έγινε πραγματικότητα, εκπληρώθηκε, πραγματοποιήθηκε: «είχε τρεις κόρες και, μόλις τις καλοπάντρεψε και τις τρεις, τ’ όνειρό του έγινε πραγματικότητα».