Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ψώρα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ψώρα, η, ουσ. [<αρχ. ψώρα], η ψώρα. 1. η έξη, η συνήθεια από την οποία δύσκολα μπορεί να απαλλαγεί κανείς: «έχει την ψώρα της χαρτοπαιξίας || έχει την ψώρα του ποτού». 2. ο ψωριάρης (βλ. λ.)·
- αν ήτανε η ζήλια ψώρα, θα κολλούσε όλη η χώρα, βλ. λ. ζήλια·
- ζήλια, ψώρα! βλ. λ. ζήλια·
- όποιος έχει ψώρα και παιδί, στη γειτονιά να μην κατεβεί, βλ. λ. γειτονιά·
- ψώρα έχω; ή ψώρα έχουμε; έκφραση που δηλώνει κάποιο παράπονο σε άτομο που για κάποιο ανεξήγητο λόγο κρατάει απέναντί μας μια στάση που δείχνει αποστροφή: «εμένα γιατί δε με παίρνετε μαζί σας, ρε παιδιά, ψώρα έχω;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.     

γειτονιά

γειτονιά, η, ουσ. [<μσν. γειτονιά <αρχ. γειτονία <γείτων], η γειτονιά. 1α. η περιοχή γύρω από το σπίτι που μεγαλώνουμε, η συνοικία. (Λαϊκό τραγούδι: μένω σε κάποια γειτονιά, φτωχική γειτονιά, που έχει σπίτια χαμηλά, όλοι οι άνθρωποι εκεί έχουν πάντα γιορτή και μοιράζουνε φιλιά). β. κατ’ επέκταση, οι άνθρωποι που ζουν στη γειτονιά. (Λαϊκό τραγούδι: μου κόλλησ’ όλ’ η γειτονιά κάθε ώρα με πειράζει, να το πάρεις το κορίτσι, να το πάρεις, μου φωνάζει). 2. μεγάλη περιοχή που εκτείνεται τριγύρω από μια χώρα: «πρέπει να έχουμε τον νου μας, γιατί στη γειτονιά μας, στα Βαλκάνια, υπάρχει έντονη αναταραχή». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- αλίμονό του που πεινά κι ελπίζει απ’ τη γειτονιά, βλ. λ. πεινώ·
- βασιλικός στη γειτονιά, κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- βούιξε η γειτονιά ή βούιξε η γειτονιά όλη ή βούιξε όλη η γειτονιά, το μυστικό που αποκαλύφθηκε ή το νέο που διαδόθηκε έκανε μεγάλη αίσθηση, μεγάλη εντύπωση, γι’ αυτό και πολυσυζητήθηκε: «βούιξε όλη η γειτονιά που τον έκαναν τσακωτό με τη γυναίκα του φίλου του και συ δεν άκουσες τίποτα;». (Λαϊκό τραγούδι: βούιξε όλη η γειτονιά το πήρανε χαμπάρι, ο κόσμος το ’χει τούμπανο κι εσύ κρυφό καμάρι
- δε θα περάσεις απ’ τη γειτονιά μου; απειλητική έκφραση σε άτομο που μας συμπεριφέρεται προκλητικά ή βίαια, επειδή βρίσκεται στο οικείο περιβάλλον του, και έχει την έννοια πως θα του ανταποδώσουμε τα ίσα, όταν τύχει και βρεθεί στο δικό μας οικείο περιβάλλον. Ιδίως σε χρήση από τα μικρά παιδιά·
- είμαστε γειτονιά, μένουμε στην ίδια γειτονιά: «με τον τάδε είμαστε γειτονιά από μικρά παιδιά»·
- να βουίξει η γειτονιά ή να βουίξει η γειτονιά όλη ή να βουίξει όλη η γειτονιά, να γίνει γνωστό στη γειτονιά, να το μάθει όλη η γειτονιά: «φώναξέ το πως μ’ αγαπάς να βουίξει η γειτονιά». (Λαϊκό τραγούδι: σήκω χόρεψε συρτάκι με τρελή διπλοπενιά, χόρεψέ το σαν μορτάκι να βουίξει η γειτονιά
- ο λύκος στη γειτονιά του αρνί δεν αρπάζει, βλ. λ. λύκος·
- όποιος έχει ψώρα και παιδί, στη γειτονιά να μην κατεβεί, όταν υπάρχει περίπτωση να ενοχλήσει κάποιος κάποιους με την παρουσία του, τότε είναι καλύτερα να μην τους συναναστρέφεται. Από την εικόνα του ψωριάρη που γίνεται ενοχλητικός καθώς, ξύνεται κάθε τόσο λόγω της ασθένειάς του, και της μητέρας που έχει μικρό παιδί που ενοχλεί τους άλλους με το κλάμα του· 
- σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου, βλ. λ. σπίτι·
- σηκώνω τη γειτονιά στο ποδάρι ή σηκώνω στο ποδάρι τη γειτονιά, βλ. φρ. σηκώνω τη γειτονιά στο πόδι·
- σηκώνω τη γειτονιά στο πόδι ή σηκώνω στο πόδι τη γειτονιά, δημιουργώ μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη φασαρία, που κάνω τους γείτονές μου να ανησυχήσουν ή να διαμαρτυρηθούν: «κάθε φορά που γυρίζει μεθυσμένος στο σπίτι, σηκώνει τη γειτονιά στο πόδι απ’ το μάλωμα που κάνει με τη γυναίκα του»·
- τους άκουσε όλη η γειτονιά, (για ζευγάρια, ιδίως παντρεμένα) καβγάδισαν έντονα: «γύρισε πάλι μεθυσμένος στο σπίτι και τους άκουσε όλη η γειτονιά».

ζήλια

ζήλια κ. ζούλια, η, ουσ. [<ζηλεύω], η ζήλια·
- αν ήτανε η ζήλια ψώρα, θα κολλούσε όλη η χώρα, λέγεται ειρωνικά για κείνους που επιδιώκουν συστηματικά να κάνουν ή να αποκτήσουν κάτι που προηγουμένως έκαναν ή απόκτησαν άλλοι·
- έγινε πράσινος απ’ τη ζήλια του, ζήλεψε τόσο πολύ, που δεν μπόρεσε να κρύψει τη ζήλια του: «έγινε πράσινος απ’ τη ζήλια του, μόλις έμαθε πως πέρασα στο πανεπιστήμιο»·
- έσκασε απ’ τη ζήλια του, ζήλεψε πάρα πολύ: «έσκασε απ’ τη ζήλια του, μόλις έμαθε πως αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο»·
- ζήλια, ζήλια! επιφώνημα με το οποίο προκαλούμε ή κοροϊδεύουμε κάποιον που δεν έχει, δεν του έτυχε ή δεν του δόθηκε κάτι που έχουμε, που έτυχε ή δόθηκε σε εμάς. Συνοδεύεται από παράλληλη κίνηση όπου ο δείκτης του ενός χεριού καρφώνεται στο κέντρο της παλάμης του άλλου χεριού και με κάθε ζήλια! που ακούγεται κάνει μια ημικυκλική κίνηση, ή συνοδεύεται με χτύπημα της γροθιάς μέσα στην παλάμη του άλλου χεριού με κάθε ζήλια! που ακούγεται·
- ζήλια, ψώρα! βλ. συνηθέστ. ζήλια, ζήλια(!)·
- κάνει ζήλιες, δημιουργεί σκηνές ζηλοτυπίας: «δεν μπορώ να κοιτάξω άλλη γυναίκα, γιατί αμέσως η γυναίκα μου κάνει ζήλιες»·
- πεθαίνει απ’ τη ζήλια ή πεθαίνει απ’ τη ζήλια του ή πεθαίνει στη ζήλια ή πεθαίνει της ζήλιας, ζηλεύει πάρα πολύ κάποιον από ερωτική άποψη: «μην αναφέρεις πως είδες τυχαία τη γυναίκα του στο δρόμο, γιατί πεθαίνει απ’ τη ζήλια και ποιος ξέρει τι θα βάλει με το μυαλό του!»· βλ. και φρ. σκάει απ’ τη ζήλια·
- σκάει απ’ τη ζήλια ή σκάει απ’ τη ζήλια του ή σκάει στη ζήλια ή σκάει της ζήλιας, ζηλεύει πάρα πολύ, υποφέρει από τη ζήλια που νιώθει για κάποιον ή για κάτι: «σκάει απ’ τη ζήλια του, απ’ τη μέρα που έμαθε πως θ’ αγοράσω εξοχικό στη Χαλκιδική». (Λαϊκό τραγούδι: παίξε κάτι σα καντρίλια να μας δουν από τη γρίλια, να μας δουν από τη γρίλια και να σκάσουν απ’ τη ζήλια)· βλ. και φρ. πεθαίνει απ’ τη ζήλια·
- τον τρώει η ζήλια (του), υποφέρει από τη ζήλια του, τον φθείρει ψυχικά: «απ’ τη μέρα που αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο, τον τρώει η ζήλια». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα δεν είσαι στην αγκαλιά μου και την καρδιά μου η ζήλια τρώει, τι να το κάνω τέτοιο ρολόι κάθε του χτύπος και μοιρολόι).