Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ψύχρα
ψύχρα, η, ουσ. [<μσν.
ψύχρα ], η ψύχρα·
- είμαι στην ψύχρα, περνώ
πολύ δύσκολα, έχω σοβαρά οικονομικά προβλήματα: «δεν μπορώ να σου δώσω ούτε
δραχμή, γιατί είμαι στην ψύχρα»·
- στην ψύχρα, απροκάλυπτα:
«πλησίασε τη γυναίκα και της την έπεσε στην ψύχρα || μπήκε μέσα στο μπαράκι κι
άρχισε να μας βρίζει όλους στην ψύχρα». (Λαϊκό τραγούδι: στην ψύχρα και
πολύ φτηνά μπορεί με φάλτσο το παρόν κι ο σκαραβαίος μενταγιόν δεν είναι να με
σώσει). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι.