Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ψόφος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ψόφος, ο, ουσ. [<μσν. ψόφος <ψοφώ], ο ψόφος. 1. το υπερβολικό κρύο, η παγωνιά: «χτες το βράδυ έκανε ψόφο». 2. (υβριστικά) ο θάνατος: «άντε, να τον πάρει ο ψόφος να ησυχάσουμε κι απ’ αυτόν!». 3. ως επιφών. ψόφος! λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που αφήνει επιφώνημα πόνου·
- κακό σκυλί ψόφο δεν έχει, βλ. λ. σκυλί·
- κακό ψόφο να ’χεις! βλ. λ. κακόψοφο να ’χεις(!)·
- ψόφο δεν έχει, λέγεται για άτομο για το οποίο όσο και αν ευχόμαστε το θάνατό του, αυτό δε λέει να πεθάνει.