Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ψυχικό

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ψυχικό, το, ουσ. [<αρχ. ψυχικόν, ουδ. του επιθ. ψυχικός], η ελεημοσύνη, η βοήθεια, η ευεργεσία·
- για ψυχικό, λέγεται για ελεημοσύνη, για βοήθεια, για ευεργεσία που κάνουμε σε κάποιον, χωρίς να αποβλέπουμε σε υλικά ανταλλάγματα, αλλά μόνο από καλή ψυχική διάθεση και με απώτερο σκοπό την μετά θάνατο ανάπαυση της ψυχής μας: «κάθε τόσο βοηθάει για ψυχικό διάφορους ανθρώπους»·    
- κάνει ψυχικά, (ειρωνικά) λέγεται για γυναίκα που ενδίδει με μεγάλη ευκολία στους άντρες: «όποιος έχει καιρό να πάει με γυναίκα τα ρίχνει στην τάδε που κάνει ψυχικά». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί ποτέ στη ζήση σου, ποτέ δεν μ’ ελυπήθης, να κάνεις ένα ψυχικό, λίγο να μ’ αγαπήσεις
- κάνω ψυχικό, δίνω ελεημοσύνη, βοηθώ, ευεργετώ κάποιον, χωρίς να αποβλέπω σε υλικά ανταλλάγματα, αλλά μόνο από καλή ψυχική διάθεση και με απώτερο σκοπό την μετά θάνατο ανάπαυση της ψυχής μου: «κάθε τόσο κάνω και κάποιο ψυχικό, γιατί αυτός που ελεεί τους φτωχούς δανείζει στο Θεό»·
- παθαίνω ψυχικό τραλαλά, βλ. λ. τραλαλά.

τραλαλά

τραλαλά, άκλ. [<γαλλ. tralala]. 1. επιφώνημα χαράς ή ειρωνείας: «τραλαλά, τραλαλά, τι ωραία, τι καλά! || τραλαλά, τραλαλά, είσαι σαν τον Μανωλά!», ομαδικά ειρωνικά επιφωνήματα των οπαδών της ποδοσφαιρικής ομάδας του Π.Α.Ο.Κ. Θεσσαλονίκης κατά τερματοφύλακα αντίπαλης ποδοσφαιρικής ομάδας. 2. (ειρωνικά) στον πλ. ως άκλ. ουσ. τα τραλαλά, δηλώνει ξέγνοιαστες καταστάσεις, γλέντια, διασκεδάσεις: «άφησε τα τραλαλά, ρε παιδάκι μου, και κοίταξε λίγο τη δουλειά σου! || το μυαλό του είναι συνέχεια στα τραλαλά»·
- είναι τραλαλά, α. συμπεριφέρεται ανεύθυνα, λέει ασυναρτησίες: «μην τον πάρεις στα σοβαρά τον τύπο, γιατί είναι τραλαλά». β. είναι τρελός, ανισόρροπος: «όχι πολλά αστεία μαζί του, γιατί είναι τραλαλά ο άνθρωπος και ξεσπάει εκεί που δεν το περιμένεις». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με τα δάχτυλα του ενός χεριού να κάνουν περιστροφικές κινήσεις στο σημείο του κροτάφου ή με το δείκτη τεντωμένο να σχηματίζει κύκλους στον αέρα κοντά στο ίδιο σημείο του κεφαλιού·
- παθαίνω ψυχικό τραλαλά, α. εκπλήσσομαι, εντυπωσιάζομαι έντονα, μένω άναυδος, εμβρόντητος: «έπαθα ψυχικό τραλαλά, μόλις τον είδα αγκαλιά με τη γυναίκα του καλύτερου φίλου του». β. αναστατώνομαι, παθαίνω ψυχικό κλονισμό: «έπαθε ψυχικό τραλαλά, μόλις έμαθε πως ο πατέρας του έπεσε θύμα τροχαίου δυστυχήματος».