Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ψεύτικος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ψεύτικος, -η κ. -ια, -ο, επίθ. [<ψεύτης + κατάλ. -ικος], ψεύτικος·
- τα ψεύτικα λόγια δεν πάνε μακριά, το ψέμα σύντομα αποκαλύπτεται: «πρόσεχε τι θα μου πεις, γιατί τα ψεύτικα λόγια δεν πάνε μακριά». Συνών. το ψέμα δε ζει για να γεράσει / το ψέμα έχει κοντά ποδάρια.