Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ψεκάζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ψεκάζω, ρ. [<μσν. ψεκάζω <αρχ. ψακάζω], ψεκάζω·
- ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε, λέγεται για ενέργεια που γίνεται σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και με αποτελεσματικότητα: «μόλις ανέλαβα τη δουλειά, ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε και πάμε γι’ άλλα». Αυτούσιο διαφημιστικό σλόγκαν του απορρυπαντικού Azax.