Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ψαλίδι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ψαλίδι, το, ουσ. [<μτγν. ψαλίδιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ψαλίς], το ψαλίδι. 1. (στη γλώσσα της αργκό) μέθοδος κλοπής του πορτοφολά, που γίνεται με το δείκτη και με το μεσαίο δάχτυλο: «αυτός ο τύπος είναι μετρ στο ψαλίδι». 2. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) χτύπημα της μπάλας με κίνηση των ποδιών που θυμίζει την κίνηση των λεπίδων του ψαλιδιού: «ο αμυντικός παίχτης απομάκρυνε μ’ ένα ψαλίδι την μπάλα». 3. στον πλ. τα ψαλίδια, διασταύρωση, ιδίως σιδηροδρομικών γραμμών: «την ώρα που τ’ αυτοκίνητο περνούσε απ’ τα ψαλίδια, παρασύρθηκε απ’ το τρένο που ερχόταν με ταχύτητα». Τέλος, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, τη γιορτή του Αγίου Συμεών που γιορτάζεται στις 3 Φεβρουαρίου, όσες γυναίκες είναι έγκυες δεν πρέπει να πιάσουν ψαλίδι στα χέρια τους γιατί, το παιδί που θα γεννηθεί, θα βγει σημαδεμένο, ενώ οι προληπτικοί θεωρούν πως, όταν τους πέσει το ψαλίδι από το χέρι και ανοίξουν οι δυο λεπίδες του, θα χωρίσουν με το αγαπημένο τους πρόσωπο·
- ανάποδο ψαλίδι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) χτύπημα της μπάλας με το πόδι προς τα πίσω από παίχτη που οριζοντιώνεται, κινεί τα πόδια του με τρόπο που θυμίζει την κίνηση των λεπίδων του ψαλιδιού και πέφτει με την πλάτη του στο έδαφος: «ο παίχτης έστειλε μ’ ένα ανάποδο ψαλίδι την μπάλα στα δίχτυα»·
- δουλεύει ψαλίδι, (στη γλώσσα της αργκό) είναι πορτοφολάς, κλέβει τα πορτοφόλια με τη μέθοδο του ψαλιδιού»· βλ. και φρ. πέφτει ψαλίδι·
- είναι καλό ψαλίδι, είναι καλός ράφτης ή καλός κουρέας: «πάντα ράβω τα ρούχα μου στον τάδε, γιατί είναι καλό ψαλίδι || κουρεύομαι χρόνια στον τάδε, γιατί είναι καλό ψαλίδι»·
- είναι χρυσό ψαλίδι, πρόκειται για πάρα πολύ καλό ράφτη ή για πάρα πολύ καλό κουρέα: «ο τάδε έχει πάρα πολύ μεγάλη πελατεία, γιατί είναι χρυσό ψαλίδι»·
- η γλώσσα της πάει ψαλίδι, βλ. λ. γλώσσα·
- πέφτει ψαλίδι, α. επιβάλλεται περικοπή, λογοκρισία σε δημοσιογραφικό ή λογοτεχνικό κείμενο ή σε θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο: «σ’ όλα τα δικτατορικά καθεστώτα πέφτει ψαλίδι στα έργα των συγγραφέων και των σκηνοθετών». β. γίνονται ελαττώσεις, μειώσεις σε δαπάνες, σε εργατικό ή υπαλληλικό προσωπικό: «απ’ τον άλλον μήνα πέφτει ψαλίδι στους μισθούς, για να μπορέσει να σωθεί η επιχείρηση || επειδή υπάρχουν υπεράριθμοι εργάτες, πέφτει ψαλίδι απ’ τη νέα διοίκηση για να μειωθεί ο αριθμός τους».