Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ψαθί

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ψαθί, το, ουσ. [<μσν. ψαθίν <μτγν. ψιαθίν], βλ. λ. ψαθάκι.

ψαθάκι

ψαθάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. ψαθί], είδος καλοκαιρινού ψάθινου καπέλου, το ψαθί, η ψάθα: «κάθε καλοκαίρι αγοράζει ένα καινούριο ψαθάκι».