ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF
ψαθί, το, ουσ. [<μσν. ψαθίν <μτγν. ψιαθίν], βλ. λ. ψαθάκι.
ψαθάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. ψαθί], είδος καλοκαιρινού ψάθινου καπέλου, το ψαθί, η ψάθα: «κάθε καλοκαίρι αγοράζει ένα καινούριο ψαθάκι».