Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ψήστης

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ψήστης, ο, θηλ. ψήστρα, η, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. ψήνω + κατάλ. -της]. 1. άτομο ικανότατο στο ψήσιμο, στο ψηστήρι: «ο τάδε είναι σπουδαίος ψήστης κι όταν αρχίσει το μπλα μπλα, δε γλιτώνει κανένας και καμιά». 2. ειδικός τεχνίτης, ιδίως σε ταβέρνα ή ψησταριά, που ψήνει τα κρέατα: «δουλεύει ψήστης στην ψησταριά της γειτονιάς μας». 3. (στη γλώσσα της αργκό) άτομο που παρακινεί τους θεατές του λωποδυτικού παιχνιδιού παπάς να δοκιμάσουν την τύχη τους: «όταν δεν είναι μπλεγμένος σε καμιά κομπίνα, κάνει τον ψήστη στο φίλο του τον παπατζή».