χώρος
χώρος, ο, ουσ.
[<αρχ. χῶρος], ο χώρος·
-
αγωνιστικός χώρος, ειδικά διαμορφωμένη έκταση για αθλοπαιδιές, το
γήπεδο: «μόλις οι δυο ομάδες βγήκαν στον αγωνιστικό χώρο, οι φίλαθλοι απ’ τις
εξέδρες τις υποδέχτηκαν με ενθουσιώδεις φωνές και χειροκροτήματα»·
-
ανοίγω χώρο, βλ. φρ. κάνω χώρο·
- αφήνω χώρο, δεν καλύπτω ορισμένη έκταση: «άφησα χώρο για να
παρκάρεις κι εσύ τ’ αυτοκίνητό σου»·
-
βοηθητικοί χώροι, η κουζίνα, η τουαλέτα ή η αποθήκη σε ένα σπίτι: «το
αγόρασα το σπίτι, γιατί εκτός των άλλων έχει και άνετους βοηθητικούς χώρους»·
-
δεν υπάρχει για μένα χώρος (κάπου), δεν είμαι ευπρόσδεκτος κάπου, η
παρουσία μου κάπου είναι ενοχλητική: «δεν υπάρχει χώρος για μένα σ’ αυτή την
παρέα, γιατί όλοι τους είναι πλουσιόπαιδα || δεν υπάρχει χώρος για μένα σ’ αυτό
το σπίτι, γιατί όλοι αγαπάνε τον μικρότερό μου αδερφό»·
-
έχω άνεση χώρου, βλ. λ. άνεση·
-
κάνω χώρο, δημιουργώ ελεύθερη έκταση για να τοποθετήσω κάτι ή για να
δώσω τη δυνατότητα σε κάποιο άτομο να καθίσει: «κάνω χώρο στην αποθήκη για να
βάλω το νέο εμπόρευμα || κάνε χώρο να καθίσω κι εγώ»·
-
πιάνει άδικα το χώρο, βλ. φρ. πιάνει τζάμπα το χώρο·
- πιάνει τζάμπα το χώρο, είναι εντελώς άχρηστος ή
ακατάλληλος για τη θέση που κατέχει: «τον έχουν υποδιευθυντή στην επιχείρηση,
αλλά πιάνει τζάμπα το χώρο, γιατί δεν ξέρει πού πάν’ τα τέσσερα»·
-
πιάνω (το) χώρο, καταλαμβάνω κάποια έκταση με όλες τις διαστάσεις μου:
«αυτό το έπιπλο πιάνει πολύ χώρο στο σαλόνι || αν βγάλουμε αυτό το μακρόστενο
τραπέζι που πιάνει το χώρο, τότε θ’ ανοίξει το σαλόνι».
άνεση
άνεση,
η, ουσ.
[<αρχ. ἄνεσις], η άνεση. 1. η ευχέρεια, η δυνατότητα: «έχεις την
άνεση να μου δανείσεις εκατό χιλιάδες;». 2. στον πλ. οι ανέσεις,
οι ευκολίες, τα μέσα καλής και ευχάριστης διαβίωσης: «αγόρασε ένα σπίτι με όλες
τις ανέσεις || μη στενοχωριέσαι γι’ αυτόν, γιατί ζει με όλες τις ανέσεις»·
- από
μέσα άνεση κι από έξω εμφάνιση, λέγεται γενικά για άτομο που περνάει άνετη
και ευχάριστη ζωή. Αναφορά σε παλιό διαφημιστικό σλόγκαν, που διαφήμιζε
εσώρουχα·
- έχει
μια άνεση, κινείται, συμπεριφέρεται σε ένα κύκλο ανθρώπων με ευκολία, με
οικειότητα: «έχει μια άνεση αυτό το παιδί να κυκλοφορεί στ’ αριστοκρατικά
σαλόνια, που μου κάνει εντύπωση»·
- έχω
άνεση, είμαι σε καλή οικονομική κατάσταση: «τώρα που έχω άνεση μπορώ να σε
βοηθήσω»·
- έχω
άνεση κινήσεων, ενεργώ χωρίς να μου έχει βάλει κάποιος περιοριστικές
δεσμεύσεις, ενεργώ όπως εγώ νομίζω ή θέλω: «όταν κανείς είναι πλούσιος, έχει
άνεση κινήσεων»·
- έχω
άνεση χρόνου, δε βιάζομαι να κάνω κάτι ή να πάω κάπου: «θα το κάνω με την
ησυχία μου, γιατί έχω άνεση χρόνου»·
- έχω
άνεση χώρου, έχω ευρυχωρία, ιδίως στο σπίτι μου: «μπορώ να φιλοξενήσω την
οικογένειά σου στο σπίτι μου, γιατί έχω άνεση χώρου»·
- με όλη
μου την άνεση ή με όλη την άνεσή μου, χωρίς να βιάζομαι διόλου, χωρίς
ένταση ή άγχος: «για να κάνω καλή δουλειά, θέλω να δουλεύω με όλη την άνεσή μου».
Συνών. με όλη μου την ησυχία ή με όλη την ησυχία μου / με το πάσο μου
/ με το ραχάτι μου / με το τέμπο μου / με το χαβά μου.