Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χώμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

χώμα, το, ουσ. [<αρχ. χῶμα], το χώμα. 1. ο τάφος, ο θάνατος: «όλους μας περιμένει δυο μέτρα χώμα». (Λαϊκό τραγούδι: σίγουρα θα πάμε, μια και φτάσαμ’ ως εκεί, εσύ στο χώμα κι εγώ στη φυλακή). 2. η γη, ο τόπος, η χώρα, η πατρίδα: «σκόνταψε κι έπεσε στο χώμα || θα υπερασπίσουμε με τη ζωή μας τ’ άγια χώματά μας». (Ακολουθούν 32 φρ.)·
- ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει, βλ. λ. ελαφρός·
- γίνομαι ένα με το χώμα, βλ. φρ. γίνομαι χώμα·
- γίνομαι χώμα, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «κάθε φορά που κάθομαι να πιω μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γίνομαι χώμα». (Λαϊκό τραγούδι: κάτι να πιω να γίνω λιώμα, να γίνω χώμα και κάτι ακόμα). Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι·
- είμαι ένα με το χώμα, βλ. φρ. είμαι χώμα·
- είμαι χώμα, είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «θέλω να με πάει κάποιος στο σπίτι μου, γιατί είμαι χώμα». Για συνών. είμαι φέσι, λ. φέσι·
- είναι ένα και χώμα, (ειρωνικά) λέγεται για άτομο που είναι πάρα πολύ κοντό: «μόλις τον δεις, θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί είναι ένα και χώμα». Συνών. είναι ένα και γη / είναι ένα και τίποτα·
- είναι στο χώμα, πέθανε, σκοτώθηκε, δολοφονήθηκε: «το άτομο που ζητάς, έμενε κάποτε σ’ αυτό το σπίτι, αλλά τώρα είναι στο χώμα». (Λαϊκό τραγούδι: κι οι δυο λεβέντες για δυο κουβέντες είναι στο χώμα κι η μάνα η Τούρκα κι η μάνα η Γκρέκα τους κλαίνε ακόμα
- έφαγε η μούρη του χώμα, βλ. λ. μούρη·
- έφαγε η μύτη του χώμα, βλ. λ. μύτη·
- έφαγε η πλάτη του χώμα, βλ. λ. πλάτη·
- έφαγε η ράχη του χώμα, βλ. λ. ράχη·
- έφαγε χώμα, νικήθηκε, ηττήθηκε, ιδίως σε μια δυναμική αναμέτρηση με κάποιον: «πάλεψε με τον τάδε κι έφαγε χώμα»· βλ. φρ. είναι στο χώμα·
- θα σε κάνω ένα με το χώμα, θα σε ξυλοκοπήσω άγρια, θα σε λιώσω, θα σε ισοπεδώσω: «αν επιχειρήσεις ξανά να παρασύρεις το γιο μου στα ναρκωτικά, θα σε κάνω ένα με το χώμα»·
- θα σε βάλω να φας χώμα, (απειλητικά) θα σε δείρω πολύ άγρια: «αν σε πιάσω στα χέρια μου, θα σε βάλω να φας χώμα»·
- θα τον κάνω να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. συνηθέστ. θα τον κάνω να πατήσει μαύρο χιόνι, λ. χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. συνηθέστ. θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι, λ. χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. συνηθέστ. θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι, λ. χιόνι·
- μπήκε στο χώμα, βλ. φρ. είναι στο χώμα·
- όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του, όποιος μπλέκει σε βρόμικες, σε ύποπτες υποθέσεις υφίσταται και τις δυσάρεστες συνέπειες: «πρόσεχε τι δουλειές κάνεις μ’ αυτά τα παλιόμουτρα, γιατί, όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του». Συνών. όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες / όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια / όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του / όποιος κοιμάται με σκύλους, σηκώνεται με ψύλλους / όποιος πάει στο βάλτο να κυνηγήσει, θα γελαστεί·
- ρίχνω τα μούτρα μου στο χώμα, βλ. λ. μούτρο·
- τα ξένα χώματα ή το ξένο χώμα, η ξενιτιά: «πέρασε όλη του τη ζωή στα ξένα χώματα κι επέστρεψε να πεθάνει στο χωριό του». (Λαϊκό τραγούδι: ξένος γυρίζω μέσα στους ξένους στην εξορία την πικρή, στο ξένο χώμα θα τελειώσει η ρημαγμένη μου ζωή
- το μαύρο (το) χώμα, ο τάφος, ο Άδης: «όλους μας περιμένει το μαύρο χώμα». (Λαϊκό τραγούδι: ξύπνα, καημένε Πίκινε, από το μαύρο χώμα κι έλα να δεις τους φίλους σου που σ’ αγαπάνε ακόμα). Συνών. η μαύρη γη / το μαύρο (το) σκοτάδι· 
- τον βίδωσα στο χώμα, α. τον ξυλοκόπησα άγρια, τον έλιωσα, τον ισοπέδωσα από το ξύλο που του έδωσα: «μόλις ο άλλος μου ’βρισε τη μάνα, τον άρπαξα στα χέρια μου και τον βίδωσα στο χώμα». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) εξουδετέρωσα τελείως τον αντίπαλό μου: «του ’κανα τέτοιο στενό μαρκάρισμα, που τον βίδωσα στο χώμα». Συνών. τον βίδωσα στη γη·
- τον έβαλαν στο χώμα, τον έθαψαν: «μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία τον έβαλαν στο χώμα». (Λαϊκό τραγούδι: μωρή κακούργα μάγισσα τι άλλο θες ακόμα; Τ’ αγόρι που μεγάλωσα κι ακόμα δεν καμάρωσα μου το ’βαλες στο χώμα
- τον έκανε ένα με το χώμα, τον ξυλοκόπησε άγρια, τον έλιωσε, τον ισοπέδωσε από το πολύ ξύλο που του έδωσε και, κατ’ επέκταση, τον κατανίκησε: «πήγε να του κάνει ο άλλος το μάγκα, αλλά σαν τον έπιασε ο δικός σου στα χέρια του, τον έκανε ένα με το χώμα». Συνών. τον έκανε ένα με τη γη· βλ. και φρ. τον κάνω ένα με το χώμα·
- τον έφαγε το μαύρο χώμα ή τον έφαγε το χώμα, πέθανε, σκοτώθηκε, δολοφονήθηκε: «είχε ένα γιο παλικάρι, αλλά τον έφαγε το μαύρο χώμα». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, πριν με φάει το μαύρο χώμα,λίγο τόπο κάνε μου στο στρώμα // βρε Κωστάκη, αγάντα ακόμα, γιατί θα σε φάει το χώμα και ας είσαι πονηρός
- τον κάνω ένα με το χώμα ή τον κάνω χώμα, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «κάθε φορά που καθόμαστε να πιούμε, τον κάνω ένα με το χώμα κι ύστερα τον κουβαλώ στο σπίτι του». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι, λ. φέσι· βλ. και φρ. τον έκανα ένα με το χώμα·
- του ’τριψα τη μούρη στο χώμα, τον τιμώρησα αυστηρά, ιδίως με ξυλοδαρμό και, κατ’ επέκταση, τον τιμώρησα σκληρά: «επειδή είχαμε από παλιά διαφορές, μόλις τον είδα τον έπιασα στα χέρια μου και του ’τριψα τη μούρη στο χώμα»·
- του ’τριψα τη μύτη στο χώμα, βλ. φρ. του ’τριψα τη μούρη στο χώμα·
- χρυσάφι να πιάνεις, χώμα να γίνεται, βλ. λ. χρυσάφι·
- χρυσάφι πιάνει, χώμα γίνεται, βλ. λ. χρυσάφι·
- χώμα να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, βλ. φρ. κάρβουνο να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, λ. κάρβουνο. (Λαϊκό τραγούδι: ώρα καλή, παιδάκι μου, και να ’χεις την ευχή μου, να ’σαι καλά και ευτυχής, σε όποιον τόπο φτάνεις, χρυσάφι να σου γίνεται το χώμα που θα πιάνεις
- χώμα πιάνει, χρυσάφι γίνεται, βλ. φρ. κάρβουνο πιάνει, χρυσάφι γίνεται, λ. κάρβουνο.

ελαφρός

ελαφρός, -ιά, -ό κ. ελαφρύς, -ιά, -ύ, επίθ. [<αρχ. ἐλαφρός], ελαφρός· που είναι ελαφρόμυαλος, επιπόλαιος, αφελής: «ό,τι και να του πεις, το κάνει χωρίς να το σκεφτεί, γιατί είναι ελαφρός άνθρωπος». Επίρρ. ελαφρά κ. ελαφριά· βλ. και λ. αλαφρός και λαφρύς. (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει, ευχή σε επικήδειο ή σε νεκρολογία να έχει ο νεκρός αιώνια ανάπαυση·
- γυναίκα ελαφρών ηθών, βλ. λ. γυναίκα·
- ελαφρά ρούχα, βλ. λ. ρούχο·
- ελαφρά τη καρδία, βλ. λ. καρδιά·
- ελαφριά γυναίκα, βλ. λ. γυναίκα·
- ελαφρό υποκείμενο, βλ. λ. υποκείμενο·
- ελαφρύ γλυκός, βλ. λ. γλυκός·
- έχει ελαφρύ τιμόνι, βλ. λ. τιμόνι·
- έχει ελαφρύ χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχω ελαφρύ ύπνο ή έχω ύπνο ελαφρύ, βλ. λ. ύπνος·
- κάνω ελαφρύ ύπνο ή κάνω ύπνο ελαφρύ, βλ. λ. ύπνος·
- κοιμάμαι ελαφρά, ξυπνώ εύκολα: «με τον παραμικρό θόρυβο πετάγομαι όρθιος, γιατί κοιμάμαι ελαφρά»·
- με ελαφριά καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- ντύνομαι ελαφρά, φορώ λίγα και ελαφρά ρούχα: «ακόμη και το χειμώνα ντύνομαι ελαφρά»·
- παίρνω ελαφρά (κάτι), δε δίνω ιδιαίτερη σημασία σε κάτι, το αντιμετωπίζω επιπόλαια: «το ζήτημα είναι πολύ σοβαρό, γι’ αυτό δεν πρέπει να το πάρεις ελαφρά»·
- τρώω ελαφρά, τρώω λίγο ή τρώω φαγητό χωρίς λίπη και χωρίς πολλά καρυκεύματα: «ο γιατρός μου συνέστησε να τρώω ελαφρά, γιατί έχω πρόβλημα με το στομάχι μου»·
- ύπνο ελαφρύ, βλ. λ. ύπνος.

κάρβουνο

κάρβουνο, το, ουσ. [<μσν. κάρβουνον <κάρβων <λατιν. carbo], το κάρβουνο· ειδικό μολύβι από άνθρακα που χρησιμοποιούν οι σχεδιαστές ή οι ζωγράφοι, καθώς και αυτό το σχέδιο που γίνεται από αυτό το μολύβι: «σχεδίασε το πορτρέτο μου με κάρβουνο || πόσο τιμάται αυτό το κάρβουνο;». (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- αναμμένο κάρβουνο, σοβαρό πρόβλημα, δύσκολη υπόθεση: «δεν ανέχομαι άλλο, κάθε αναμμένο κάρβουνο που αντιμετωπίζετε να το φορτώνεται στις πλάτες μου»·
- έγιναν όλα κάρβουνο, κατακάηκαν, απανθρακώθηκαν τα πάντα, επήλθε ολοσχερής καταστροφή μετά από πυρκαγιά: «πήρε το σπίτι του φωτιά κι έγιναν όλα κάρβουνο»·
- έγινε κάρβουνο, α. (για πρόσωπα ή δάση) απανθρακώθηκε: «ο δασοπυροσβέστης τυλίχτηκε στις φλόγες κι έγινε κάρβουνο || από ένα παλιοτσίγαρο έγινε κάρβουνο το δάσος». β. (για ερωτευμένους) έλιωσε από ερωτικό πόθο: «μ’ ένα της φιλί έγινε κάρβουνο ο δικός σου». γ. (για φαγητά) κάηκε ολοσχερώς: «ξεχάστηκε μπροστά στην τηλεόραση κι έγινε κάρβουνο τ’ αρνάκι που είχε στο φούρνο»·
- εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα, βλ. λ. κάβουρας·
- είναι για κάρβουνα ή είναι για τα κάρβουνα ή είναι για κάρβουνο, (για τροφές) μπορεί ή πρέπει να ψηθεί στα κάρβουνα: «τα παϊδάκια είναι για κάρβουνα, ενώ οι κουτσουμούρες είναι για τηγάνι»·
- κάθομαι στα κάρβουνα ή κάθομαι σ’ αναμμένα κάρβουνα, έχω μεγάλη αγωνία, ανησυχία, αδημονώ για κάτι: «έμαθε πως πήρε άδεια ο γιος του, και κάθεται σ’ αναμμένα κάρβουνα, μέχρι να ’ρθει να τον σφίξει στην αγκαλιά του». (Τραγούδι: αχ, Γκράτσι, να μη σε δω Γκράτσι, γιατί σε κάρβουνα αναμμένα έχω κάτσει
- κάνω κάρβουνο, α. (για πρόσωπα ή για δάση) απανθρακώνω: «η φωτιά έκανε κάρβουνο τους θαμώνες του κέντρου || η πυρκαγιά έκανε κάρβουνο το δάσος». β. (για ερωτευμένους) λιώνω από ερωτικό πόθο: «με μια της ματιά έκανε κάρβουνο το φίλο σου». (Δημοτικό τραγούδι: να κι αν μ’ είδανε κι αν δε μ’ είδανε ’γω δε νοιάζουμαι και δε σκιάζουμαι είμαι η Κανελιά και με δυο φιλιά κάρβουνο κάνω το Λια). γ. (για φαγητά) καίω ολοσχερώς: «ξεχάστηκε στο τηλέφωνο, που μιλούσε με τη φιλενάδα της, κι έκανε κάρβουνο το φαγητό που μαγείρευε»·
- κάρβουνο να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, είδος ευχής. Συνών. σκατά να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται·
- κάρβουνο πιάνει, χρυσάφι γίνεται, είναι πολύ ικανός ή πολύ τυχερός στις διάφορες επιχειρηματικές του δραστηριότητες: «πάω να τρελαθώ μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κάρβουνο πιάνει, χρυσάφι γίνεται». Συνών. σκατά πιάνει, χρυσάφι γίνεται·
- καυτό κάρβουνο, βλ. συνηθέστ. αναμμένο κάρβουνο·
- μ’ άφησε σ’ αναμμένα κάρβουνα, με άφησε σε μεγάλη αγωνία: «δε μου ’πε τίποτα για το δυστύχημα που έγινε και μ’ άφησε σ’ αναμμένα κάρβουνα, γιατί στο λεωφορείο μέσα ήταν κι ο γιος μου»·
- να καούν τα κάρβουνα! έκφραση αδιαφορίας για όσα άσχημα μπορεί να συμβαίνουν γύρω· λέγεται σε στιγμές μεγάλου κεφιού·
- πατώ σ’ αναμμένα κάρβουνα, αντιμετωπίζω πολύ δύσκολη κατάσταση: «δεν πήγε καλά η τελευταία δουλειά που έκανα και πατώ σ’ αναμμένα κάρβουνα»·
- πού πας ξυπόλυτος στα κάρβουνα! βλ. συνηθέστ. πού πας ξυπόλυτος στ’ αγκάθια! λ. αγκάθι·
- ρίχνω κάρβουνα στη φωτιά, βλ. συνηθέστ. ρίχνω λάδι στη φωτιά, λ. λάδι·
- τι θες καημένε κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα; βλ. λ. κάβουρας·
- χρυσάφι να πιάνεις, κάρβουνο να γίνεται, είδος κατάρας·
- χρυσάφι πιάνει, κάρβουνο γίνεται, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, από ανικανότητα ή από ατυχία καταστρέφει οικονομικά ακόμη και την πιο κερδοφόρα δουλειά με την οποία καταπιάνεται: «είναι πολύ γκαντέμης άνθρωπος, γιατί χρυσάφι πιάνει, κάρβουνο γίνεται». Πρβλ. άνθρακες ο θησαυρός.

μούτρο

μούτρο, το, ουσ. [<ιταλ. mutria], το μούτρο. 1. ο αλήτης, ο απατεώνας, ο ανήθικος και για το λόγο αυτό ο επικίνδυνος άνθρωπος, ο κακοποιός, ο παλιάνθρωπος: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτό το μούτρο, γιατί σίγουρα κάπου θα σε μπλέξει και θα ’χεις τραβήγματα». 2α. (χαϊδευτικά) άνθρωπος έξυπνος, παμπόνηρος, καπάτσος: «δεν μπορεί κανείς να τον ξεγελάσει, γιατί είναι μεγάλο μούτρο». (Λαϊκό τραγούδι: εκεί ήτανε ο Αχιλλεύς το πρώτο κουτσαβάκι, εκεί το μούτρο ο Οδυσσεύς που ’φτιαξε τ’ αλογάκι, τσοντάρισε κι ο Δούρειος και πήραμε τη μάχη). β. χαϊδευτική προσφώνηση σε οικείο ή φιλικό πρόσωπο: «πώς από δω, ρε μούτρο!». Υποκορ. μουτράκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. μουτράκλα, η. (Ακολουθούν 91 φρ.)·
- απ’ τα μούτρα του φαίνεται (ακολουθεί συνήθως κακός χαρακτηρισμός), από τα χαρακτηριστικά του προσώπου του μπορεί κανείς να καταλάβει το ποιόν του: «απ’ τα μούτρα του φαίνεται πως είναι εγκληματίας || απ’ τα μούτρα του φαίνεται πως είναι έκφυλος άνθρωπος»·
- βάζω τα μούτρα μου (με κάποιον), επιδιώκω, προσπαθώ να συγκριθώ με κάποιον: «δεν έχεις τα φόντα να βάλεις τα μούτρα σου μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί αυτός είναι επιστήμονας κι εσύ είσαι ένας απλός εργατάκος». (Λαϊκό τραγούδι: κι εσύ αρκούδα μαλλιαρή με τα στραβά ποδάρια, που βάζεις βρε τα μούτρα σου με μας τα παλικάρια
- δεν είναι για τα μούτρα μου (σου, του, της κ.λπ. κάποιος ή κάτι), (υποτιμητικά) δεν προορίζεται για μένα (για σένα γι’ αυτόν, γι’ αυτήν κ.λπ), δε μου αξίζει, είναι πολύ πιο ανώτερος από μένα: «αυτή η γυναίκα δεν είναι για τα μούτρα σου || πες του να μη χαίρεται, γιατί η θέση που χηρεύει δεν είναι για τα μούτρα του». (Λαϊκό τραγούδι: ας το χωρέσ’ η κούτρα σου δεν είναι για τα μούτρα σου στη γκόμενά μου μην ξανακολλάς
- δεν έχω μούτρα να..., ντρέπομαι να...: «δεν έχω μούτρα να τον συναντήσω, γιατί τον κατηγόρησα άδικα στον προϊστάμενό του»· βλ. και φρ. με τι μούτρα να(…)·
- δεν έχω μούτρα να βγω στην κοινωνία, ντρέπομαι ή νιώθω ενοχή για κάτι, πράγμα που με κάνει να μην τολμώ να συναναστραφώ τους ανθρώπους: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησα, δεν έχω μούτρα να βγω στην κοινωνία || απ’ τη μέρα που αποκαλύφθηκε η κατάχρηση που έκανα στην εταιρεία μου, δεν έχω μούτρα να βγω στην κοινωνία»·
- έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι μεγάλο μούτρο, είναι μεγάλος απατεώνας, είναι επικίνδυνος κακοποιός: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτόν, γιατί είναι μεγάλο μούτρο και θα βρεθείς μπλεγμένος χωρίς να το καταλάβεις»·
- είναι πατάτες για τα μούτρα σου, βλ. λ. πατάτα·
- έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έσπασε τα μούτρα του, α. απέτυχε τελείως, ολοκληρωτικά: «πήγε να κάνει μια δουλειά που δεν την ήξερε κι έσπασε τα μούτρα του». β. απέτυχε να συνάψει ερωτικό δεσμό με μια γυναίκα, γιατί δέχτηκε την άρνησή της: «της έκανε πρόταση να φτιάξουν, αλλά έσπασε τα μούτρα του, γιατί η τύπισσα είναι ερωτευμένη με άλλον». γ. χτύπησε άγρια στο πρόσωπό του: «όπως έτρεχε γλίστρησε κι έσπασε τα μούτρα του πάνω στο πεζοδρόμιο»·
- έφαγε τα μούτρα του, βλ. φρ. έσπασε τα μούτρα του· 
- έφυγε με κατεβασμένα (τα) μούτρα ή έφυγε με τα μούτρα κατεβασμένα, έφυγε θυμωμένος: «επειδή του έκανε παρατήρηση ο μπάρμαν να μη φωνάζει, έφυγε με τα μούτρα κατεβασμένα»·
- έφυγε με κρεμασμένα (τα) μούτρα ή έφυγε με τα μούτρα κρεμασμένα, βλ. φρ. έφυγε με (τα) μούτρα κατεβασμένα·
- έφυγε με τα μούτρα κάτω, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα (τα) μούτρα·
- έχει μούτρα και μιλάει! παρ’ όλη την αποτυχία που είχε, εξακολουθεί να προβάλλει ή να υποστηρίζει τη θέση του ή, παρ’ όλα αυτά τα άσχημα που έχει κάνει, εξακολουθεί να προσπαθεί να δικαιολογηθεί: «από μια λανθασμένη κίνησή του χάσαμε ένα σωρό λεφτά κι έχει μούτρα και μιλάει! || τον έπιασαν στα πράσα να βάζει χέρι στο ταμείο κι έχει μούτρα και μιλάει!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ακόμα·
- ήρθε με κατεβασμένα (τα) μούτρα ή ήρθε με τα μούτρα κατεβασμένα, ήρθε θυμωμένος: «μάλωσε το πρωί με τη γυναίκα του κι ήρθε στο γραφείο με τα μούτρα κατεβασμένα»·
- ήρθε με κρεμασμένα (τα) μούτρα ή ήρθε με τα μούτρα κρεμασμένα, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα (τα) μούτρα·
- ήρθε με τα μούτρα κάτω, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα (τα) μούτρα·  
- θα μου κάνεις τα μούτρα από κρέας, βλ. λ. κρέας·
- θα σου κάνω τα μούτρα κιμά, βλ. λ. κιμάς·
- θα σου κάνω τα μούτρα κρέας, βλ. λ. κρέας·
- θα σου σπάσω τα μούτρα, (απειλητικά) θα σε δείρω πολύ άγρια: «μη μου κολλάς, γιατί θα σου σπάσω τα μούτρα»· 
- κάνω μούτρα, θυμώνω, κατσουφιάζω: «μια φορά να μην του δώσεις κάτι που σου ζητάει, κάνει αμέσως μούτρα»·
- κατεβάζω μούτρα ή κατεβάζω τα μούτρα ή κατεβάζω τα μούτρα μου, α. δείχνω έντονα τη δυσαρέσκειά μου, δυσαρεστούμαι, θυμώνω: «επειδή δεν του ’δωσα τα δανεικά που μου ζητούσε, κατέβασε τα μούτρα κι έφυγε». β. νιώθω έντονο παράπονο: «όταν έμαθε πως κόπηκε στις εξετάσεις, κατέβασε τα μούτρα του κι ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα». γ. αναγνωρίζω, παραδέχομαι σιωπηρά το σφάλμα μου: «έκανε ένα σωρό βλακείες, κι όταν του ’βαλα τις φωνές, κατέβασε τα μούτρα του και δεν είπε κουβέντα»·
- κατέβασε τα μούτρα του έναν πήχη, βλ. φρ. κρέμασε τα μούτρα του έναν πήχη·
- κόβω μούτρο, βλ. συνηθέστ. κόβω μούρη, λ. μούρη·
- κόψε μούτρο και βγάλε συμπέρασμα, βλ. συνηθέστ. κόψε μούρη και βγάλε συμπέρασμα, λ. μούρη·
- κρατώ μούτρα, σκυθρωπιάζω για να κάνω φανερή τη δυσαρέσκειά μου, χολώνομαι: «δεν τον προσκάλεσε ο τάδε στο πάρτι του και κρατάει μούτρα»· βλ. και φρ. κάνω μούτρα·
- κρέμασε τα μούτρα του έναν πήχη, θύμωσε, δυσαρεστήθηκε πάρα πολύ, πράγμα που έγινε αμέσως αντιληπτό από την έκφραση του προσώπου του: «δεν του ενέκρινε ο διευθυντής του την άδεια που του ζήτησε και κρέμασε τα μούτρα του ένα πήχη»·
- κρεμώ μούτρα ή κρεμώ τα μούτρα ή κρεμώ τα μούτρα μου, βλ. φρ. κατεβάζω μούτρα·
- κρύβω τα μούτρα μου, δε βλέπω κάποιον κατάματα από ντροπή, ιδίως από ενοχή (και κατεβάζω το κεφάλι μου έτσι ώστε να μην μπορεί να δει το πρόσωπό μου): «κάθε φορά που συναντιέμαι με τον τάδε κρύβω τα μούτρα μου, γιατί κάποτε τον κατηγόρησα χωρίς λόγο»·
- μας κάνει μούτρα ή μου κάνει μούτρα, είναι θυμωμένος μαζί μου ή προσποιείται το θυμωμένο: «απ’ τη μέρα που έμαθε πως τα βράδια συναντιόμαστε κρυφά απ’ αυτόν, μας κάνει μούτρα || μια φορά δεν του ’κανα τη χάρη που μου ζήτησε και μας κάνει μούτρα || μπορείς να μου πεις γιατί μου κρατάς μούτρα;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- με τι μούτρα να…! λέγεται στην περίπτωση που δεν τολμάμε να ενεργήσουμε, να συμπεριφερθούμε όπως θέλουμε ή όπως αρμόζει, γιατί για κάποιο λόγο αισθανόμαστε ντροπή ή ενοχή για κάτι που κάναμε: «με τι μούτρα να τον δω, που κάποτε τον κατηγόρησα χωρίς λόγο! || με τι μούτρα να του ζητήσω δανεικά, απ’ τη στιγμή που του χρωστώ ακόμη απ’ την προηγούμενη φορά που του δανείστηκα! || με τι μούτρα να πάω στο σπίτι του, αφού δεν του ευχήθηκα μια φορά καλορίζικο απ’ τη μέρα που το αγόρασε!»· βλ. και φρ. δεν έχω μούτρα να(…)·
- μου το χτυπάει στα μούτρα, μου αναφέρει, μου υπενθυμίζει συχνά και με προκλητικό ή υποτιμητικό τρόπο κάτι καλό που μου έχει κάνει στο παρελθόν: «με βοήθησε κάποτε και συνέχεια μου το χτυπάει στα μούτρα || μου ’δωσε κάποτε τ’ αυτοκίνητό του και κάθε τόσο μου το χτυπάει στα μούτρα». (Λαϊκό τραγούδι: μήπως σε προξενεύουνε καμιά με τα προικιά της; Θα σου χτυπά στα μούτρα πως πήρες τα λεφτά της
- μούτρα για σιδέρωμα ή μούτρο για σιδέρωμα, λέγεται για άτομο που είναι άσχημο ή ανάξιο λόγου, ασήμαντο, τιποτένιο: «με τέτοια μούτρα για σιδέρωμα, μας περνιέται και για γκόμενος». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σπουδαία ή το σπουδαίο· 
- μούτρα για φτύσιμο ή μούτρο για φτύσιμο, βλ. φρ. μούτρα για σιδέρωμα·
- μούτρα για χέσιμο ή μούτρο για χέσιμο, βλ. φρ. μούτρα για σιδέρωμα·
- μούτρο αγάνωτο, άνθρωπος τιποτένιος, αναιδής, πρόστυχος, αισχρός: «τον είχαμε για σοβαρό άνθρωπο, αλλά αποδείχτηκε μούτρο αγάνωτο»·
- μούτρο ξεγάνωτο, βλ. φρ. μούτρο αγάνωτο·
- να, στα μούτρα σου! λεκτική ανταπόδοση μούντζας που συνήθως συνοδεύεται και από τη χαρακτηριστική χειρονομία της μούντζας·
- να χέσω τα μούτρα σου! α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε άτομο με την έννοια είσαι άξιος περιφρόνησης: «να χέσω τα μούτρα σου, αφού δεν κατάφερες να τελειώσεις ούτε κι αυτή τη δουλειά!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το να χέσω. β. απευθύνεται και με συμπάθεια σε οικείο ή φιλικό άτομο: «έλα δω ρε, να χέσω τα μούτρα σου, πού γυρίζεις απ’ το πρωί και σε ψάχνω για να με βοηθήσεις!»·
- ξετσιπωμένα μούτρα, για πουτάνα για άρχοντας, αναφέρεται στην αδιαντροπιά που χαρακτηρίζει τους δυο αυτούς τύπους ανθρώπων, του μεν πρώτου λόγω ανήθικης συμπεριφοράς, του δε δεύτερου λόγω πλούτου και ισχύος που του δίνουν την άνεση να συμπεριφέρεται όπως θέλει·
- ξινίζω τα μούτρα μου, νιώθω έντονη δυσαρέσκεια που τη δείχνω με μορφασμό του προσώπου μου: «μόλις του ανακοίνωσαν πως δε δικαιούται να πάρει άδεια, ξίνισε τα μούτρα του»·
- ό,τι μούτρα δείχνεις στον καθρέφτη, τέτοια κι αυτός σου δείχνει, ανάλογα με τις ενέργειες, τις προσπάθειές σου θα είναι και η ανταμοιβή σου, η απολαβή σου: «αφού δε δούλεψες στη ζωή σου μην παραπονιέσαι που είσαι φτωχός, γιατί ό,τι μούτρα δείχνεις στον καθρέφτη, τέτοια κι αυτός σου δείχνει»·
- παίρνω τα μούτρα μου και φεύγω, αποχωρώ από κάπου ντροπιασμένος: «μόλις ήρθε ο τάδε και του ’βγαλε τ’ άπλυτα στη φόρα, πήρε τα μούτρα του κι έφυγε»·
- πέφτουν τα μούτρα μου, ντροπιάζομαι, ταπεινώνομαι: «ισχυριζόταν πως την είχε κάποτε γκόμενα, αλλά, μόλις ήρθε αυτή και του ζήτησε το λόγο, έπεσαν τα μούτρα του». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν κάνει κάτι αξιοκατάκριτο, κατεβάζει το κεφάλι του από ντροπή·
- πέφτω με τα μούτρα, κάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό και με ζήλο: «κάθε φορά που πλησιάζουν οι εξετάσεις, πέφτει με τα μούτρα στο διάβασμα || μόλις σέρβιραν το φαγητό στα πιάτα, έπεσε με τα μούτρα στο φαΐ || απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, έπεσε με τα μούτρα στο ποτό»·
- πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί, ασχολούμαι, ενδιαφέρομαι συστηματικά για το σεξ: «μόλις κατάλαβε τη γλύκα που έχει η γυναίκα, έπεσε με τα μούτρα στο κεχρί». Αναφέρεται συνήθως σε νεαρό που μετά την πρώτη του σεξουαλική εμπειρία ασχολείται συστηματικά με τα σεξουαλικά· βλ. και φρ. πέφτω με τα μούτρα στο ψητό·
- πέφτω με τα μούτρα στο κοκό, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- πέφτω με τα μούτρα στο τσιτσί, βλ. φρ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- πέφτω με τα μούτρα στο ψητό, α. κάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό και με ζήλο, ιδίως πέφτω με πάθος στο φαγητό: «όταν ήρθε, μας βρήκε στο τραπέζι κι επειδή τρελαίνεται για μουσακά, έπεσε με τα μούτρα στο ψητό». β. ασχολούμαι, εργάζομαι εντατικά σε μια δουλειά που μου αποδίδει πολύ: «μόλις είδε πως τα κονομάει μ’ αυτό που κάνει, έπεσε με τα μούτρα στο ψητό»· βλ. και φρ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- ρίχνομαι με τα μούτρα, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στο κεχρί, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στο κοκό, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στο τσιτσί, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στο ψητό, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στο ψητό·
- ρίχνω τα μούτρα μου, αφήνω την αδιάλλακτη στάση μου και κάνω πρώτος μια συμβιβαστική χειρονομία: «παρόλο που είμαι μεγαλύτερός του κι έχω και το δίκιο με το μέρος μου, έριξα τα μούτρα μου και θέλησα να συμβιβαστούμε»·
- ρίχνω τα μούτρα μου στο χώμα, βλ. φρ. ρίχνω τα μούτρα μου·
- σκατά στα μούτρα σου! βλ. λ. σκατά·
- σπάω τα μούτρα μου, α. αποτυχαίνω ολοκληρωτικά: «δε βαρέθηκες, άνθρωπέ μου, να σπας τα μούτρα σου με τις δουλειές που κάνεις;». β. αποτυχαίνω να κατακτήσω μια γυναίκα: «σ’ όποια κάνει πρόταση, σπάει τα μούτρα του, αλλά δεν το βάζει κάτω». γ. χτυπώ άσχημα στο πρόσωπό μου: «σφίχτηκε η καρδιά μου, μόλις τον είδα να πέφτει κάτω και να σπάει τα μούτρα του»·
- στα μούτρα σου! λεκτική ανταπόδοση μούντζας ή ανταπόδοση κακού χαρακτηρισμού. Πρβλ.: αυτό ’ναι χάρισμά σας, στα μούτρα τα δικά σας (Παιδικό τραγούδι)· 
- στραβώνω τα μούτρα μου, βλ. φρ. ξινίζω τα μούτρα μου·
- στυφίζω τα μούτρα μου, βλ. συνηθέστ. ξινίζω τα μούτρα μου·
- τα ’κανε σαν τα μούτρα του, α. απέτυχε εντελώς να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση, τα θαλάσσωσε: «πήγε δήθεν να τους συμφιλιώσει και τα ’κανε σαν τα μούτρα του». β. έκανε πολύ κακότεχνη δουλειά: «του ’δωσα να μου κάνει κάτι σχέδια της οικοδομής και μου τα ’κανε σαν τα μούτρα του»·
- τον αρπάζω απ’ τα μούτρα, ξαφνικά τον στριμώχνω άγρια με κατά μέτωπο επίθεση, ιδίως τον στριμώχνω άγρια απευθύνοντάς του αλλεπάλληλες ερωτήσεις ή επιτιμώντας τον συνεχώς αυστηρά: «μόλις μπήκε μέσα, τον άρπαξα απ’ τα μούτρα και ζητούσα επίμονα να μου πει γιατί με κάρφωσε στο διευθυντή μας»·
- τον παίρνω απ’ τα μούτρα, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ τα μούτρα·
- τον πιάνω απ’ τα μούτρα, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ τα μούτρα·
- τον φτύνω στα μούτρα, του προσβάλλω την τιμή και την αξιοπρέπειά του, δεν τον υπολογίζω διόλου: «δεν έχεις το δικαίωμα, όσο κι αν δεν τον εκτιμάς, να τον φτύνεις στα μούτρα μπροστά στον κόσμο»·
- του βρόντηξε την πόρτα στα μούτρα, βλ. λ. πόρτα·
- του ’κανα τα μούτρα από κρέας, βλ. λ. κρέας·
- του ’κανα τα μούτρα εμπριμέ (σουμπλιμέ, τρικολόρε, τρίο καρό, ψηφιδωτό), βλ. αντίστοιχα λήμματα·
- του ’κανα τα μούτρα κιμά, βλ. λ. κιμάς·
- του ’κανα τα μούτρα κρέας, βλ. λ. κρέας·
- του ’κανα τα μούτρα πατσά, βλ. λ. πατσάς·
- του ’κανα τα μούτρα πελτέ, βλ. λ. πελτές·
- του κάνω μούτρα, βλ. φρ. του κρατώ μούτρα·
- του κατεβάζω τα μούτρα, βλ. συνηθέστ. του κατεβάζω τη μάπα, λ. μάπα·
- του ’κλεισε την πόρτα στα μούτρα, βλ. λ. πόρτα·
- του κρατώ μούτρα, είμαι θυμωμένος, χολωμένος μαζί του: «είναι καιρός τώρα που του κρατώ μούτρα, γιατί με κατηγόρησε χωρίς λόγο»·
- του ’σπασα τα μούτρα, τον έδειρα άγρια χτυπώντας τον στο πρόσωπο: «όταν μ’ εκνεύρισε πολύ, τον έπιασα στα χέρια μου και του ’σπασα τα μούτρα»·
- του τα χτύπησα στα μούτρα, του μίλησα απερίφραστα, χωρίς υπεκφυγές: «απ’ τη στιγμή που μου ζήτησε τη γνώμη μου, του τα χτύπησα στα μούτρα κι από δω και πέρα ας κάνει ό,τι θέλει»·
- του το πέταξα στα μούτρα, του επέστρεψα κάτι με απότομο και περιφρονητικό τρόπο: «κάθε φορά που μαλώνουμε, μου ζητάει πίσω το ρολογάκι που μου ’κανε δώρο στη γιορτή μου, οπότε κι εγώ του το πέταξα στα μούτρα  κι ησύχασα»·
- του το ’τριψα στα μούτρα, βλ. φρ. του το ’τριψα στη μούρη, λ. μούρη·
- του το ’φερα στα μούτρα, βλ. φρ. του το πέταξα στα μούτρα·
- του το χτύπησα στα μούτρα, βλ. φρ. του το πέταξα στα μούτρα·
- του τσαλάκωσα τα μούτρα, τον έδειρα πολύ άγρια χτυπώντας τον στο πρόσωπο, τον ξυλοφόρτωσα: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, τον άρπαξα στα χέρια μου και του τσαλάκωσα τα μούτρα»·
- του χάλασα τα μούτρα, βλ. φρ. του τσαλάκωσα τα μούτρα·
- τρώω τα μούτρα μου, βλ. φρ. σπάω τα μούτρα μου·
- τσικνίζω τα μούτρα μου, μορφάζω από ειρωνεία ή από δυσαρέσκεια: «κάθε φορά που δεν είναι ευχαριστημένος απ’ τη μοιρασιά, τσικνίζει τα μούτρα του». Από την εικόνα του ατόμου που μυρίζει την τσίκνα του καμένου κρέατος και μορφάζει από αηδία ή από στενοχώρια·
- χαρά στα μούτρα! ή χαρά στο μούτρο! ή χαρά το μούτρο! α. δεν αξίζει τα όσα καλά λέγονται ή γίνονται γι’ αυτόν: «χαρά στα μούτρα, που θέλετε να τον κάνετε και διευθυντή!». β. ειρωνική ή υποτιμητική έκφραση που απευθύνεται σε άτομο που το θεωρούμε πολύ κατώτερο από εμάς ή από κάποιον άλλον, ή που λέγεται σε κάποιον με παρηγορητική διάθεση, όταν αναφερόμαστε σε ανάξιο άνθρωπο ή σε ενέργεια που δεν αξίζει να τη λάβουμε υπόψη μας: «χαρά στο μούτρο που θέλει να μπει και στην παρέα μας! || χαρά στο μούτρο που θα κάτσεις να στενοχωρηθείς, επειδή είπε αυτές τις ανοησίες για σένα!»·
- χτυπώ στα μούτρα (κάποιου κάτι), μιλώ, επαναλαμβάνω προκλητικά, υποτιμητικά ή προσβλητικά σε κάποιον κάτι: «επειδή κάποτε με βοήθησε, μου το χτυπάει συνέχεια στα μούτρα». (Λαϊκό τραγούδι: μήπως σε προξενεύουνε καμιά με τα προικιά της; Θα στο χτυπά στα μούτρα σου πως πήρες τα λεφτά της).  

ράχη

ράχη, η, ουσ. [<αρχ. ῥάχις], η ράχη. 1. το πίσω μέρος του καθίσματος όπου ακουμπάμε: «έγειρε στη ράχη της πολυθρόνας κι αποκοιμήθηκε». 2. η κυρτή έξω επιφάνεια της παλάμης, η ανάποδη: «του ’δωσε μια με τη ράχη της παλάμης του και τον ξάπλωσε κάτω». 3. η κορυφογραμμή: «μόλις περάσουμε τη ράχη του βουνού, μας μένει μισή ώρα πορεία για το χωριό». Πρβλ. στον Ψαρών την ολόμαυρη ράχη / περπατώντας η δόξα μονάχη / μελετά τα λαμπρά παλικάρια / και στην κόμη στεφάνι φορεί / γινομένα από λίγα χορτάρια / που είχαν μείνει στην έρημη γη (Διονύσιος Σολωμός)· βλ. και λ. πλάτη. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- έφαγε η ράχη του χώμα, βλ. συνηθέστ. έφαγε η πλάτη του χώμα, λ. πλάτη·
- μου κάθισε στη ράχη ή μου στάθηκε στη ράχη, (για φαγητά) βλ. συνηθέστ. μου κάθισε στο λαιμό, λ. λαιμός·
- έχει κάποια χρόνια στη ράχη του, βλ. λ. χρόνος·
- έχει πολλά χρόνια στη ράχη του, βλ. λ. χρόνος·
- κουβαλάει κάποια χρόνια στη ράχη του, βλ. λ. χρόνος·
- κουβαλάει πολλά χρόνια στη ράχη του, βλ. λ. χρόνος·
- πήγε το φαΐ στη ράχη μου, βλ. λ. φαΐ·
- το παίρνω στη ράχη μου, βλ. συνηθέστ. το παίρνω στην πλάτη μου, λ. πλάτη·
- τον βάζω ράχη, βλ. συνηθέστ. τον βάζω πλάτη, λ. πλάτη·
- τον έφερα με τη ράχη στον τοίχο, βλ. συνηθέστ. τον έφερα με την πλάτη στον τοίχο, λ. πλάτη·
- τον έχω στη ράχη μου, βλ. συνηθέστ. τον έχω στην πλάτη μου, λ. πλάτη··
- τον ρίχνω ράχη, βλ. συνηθέστ. τον ρίχνω πλάτη, λ. πλάτη·
- τον τρώει η ράχη του, βλ. συνηθέστ. τον τρώει η πλάτη του, λ. πλάτη·
- του γυρίζω τη ράχη μου, βλ. συνηθέστ. του γυρίζω την πλάτη μου, λ. πλάτη·
- του γυρίζω τη ράχη μου και φεύγω, βλ. συνηθέστ. του γυρίζω την πλάτη μου και φεύγω, λ. πλάτη·
- του γυρίζω τις ράχες μου και φεύγω, βλ. συνηθέστ. του γυρίζω τις πλάτες μου και φεύγω, λ. πλάτη·
- του δείχνω τη ράχη μου, βλ. συνηθέστ. του δείχνω την πλάτη μου, λ. πλάτη·
- του δείχνω τη ράχη μου και φεύγω, βλ. συνηθέστ. του δείχνω την πλάτη μου και φεύγω, λ. πλάτη·
- του δείχνω τις ράχες μου και φεύγω, βλ. συνηθέστ. του δείχνω τις πλάτες μου και φεύγω, λ. πλάτη.

χρυσάφι

χρυσάφι, το, ουσ. [<μσν. χρυσάφιν <μτγν. χρυσάφιον <αρχ. χρυσός], το χρυσάφι, ο χρυσός. 1. ο πλούτος, τα πλούτη: «το ’χει μανία να μαζεύει χρυσάφι για να γυρίσει μια μέρα πλούσιος στο χωριό του». 2. άνθρωπος που έχει πολύ καλούς τρόπους, πολύ καλό χαρακτήρα και ήθος, πολύ καλά αισθήματα, πολύ καλή καρδιά: «όλοι μας θέλουμε αυτόν τον άνθρωπο στην παρέα μας, γιατί είναι χρυσάφι». (Λαϊκό τραγούδι: μπράβο παιδί μ’ είσαι χρυσάφ’ στείλ’ τους φαντάρους στο χωριό μας να μας οργώσουν το χωράφ’ μπας κι αυγατίσουμε το βιος μας).3. οτιδήποτε θεωρούμε εξαιρετικά πολύτιμο: «έχω ένα φίλο σκέτο χρυσάφι || οι συμβουλές του ήταν χρυσάφι για μένα». (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- κάρβουνο να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, βλ. λ. κάρβουνο·
- κάρβουνο πιάνει, χρυσάφι γίνεται, βλ. λ. κάρβουνο·
- κολυμπάει στο χρυσάφι, βλ. συνηθέστ. κολυμπάει στο χρήμα, λ. χρήμα·
- ο χρυσός κι αν ξεφλουδίζεται, πάλι χρυσάφι είναι, βλ. λ. χρυσός·
- σκατά να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, βλ. λ. σκατά·
- σκατά πιάνει, χρυσάφι γίνεται, βλ. λ. σκατά·
- χιόνι του Δεκέμβρη, χρυσάφι του καλοκαιριού, βλ. λ. καλοκαίρι·
- χρυσάφι να πιάνεις, κάρβουνο να γίνεται, βλ. λ. κάρβουνο·
- χρυσάφι να πιάνεις, σκατά να γίνεται, βλ. φρ. χρυσάφι να πιάνεις, κάρβουνο να γίνεται·
- χρυσάφι να πιάνεις, χώμα να γίνεται, βλ. φρ. χρυσάφι να πιάνεις, κάρβουνο να γίνεται·
- χρυσάφι πιάνει, κάρβουνο γίνεται, βλ. λ. κάρβουνο·
- χρυσάφι πιάνει, σκατά γίνεται, βλ. φρ. χρυσάφι πιάνει, κάρβουνο γίνεται, λ. κάρβουνο·
- χρυσάφι πιάνει, χώμα γίνεται, βλ. φρ. χρυσάφι πιάνει, κάρβουνο γίνεται, λ. κάρβουνο·
- χώμα να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, βλ. λ. χώμα·
- χώμα πιάνει, χρυσάφι γίνεται, βλ. λ. χώμα.