Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χύμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

χύμα, επίρρ. [<αρχ. χύμα]. 1. χωρίς τάξη, ανάκατα, σκόρπια, φύρδην μίγδην: «όλα μέσα στο δωμάτιό του ήταν πεταμένα χύμα». (Λαϊκό τραγούδι: ψιλοκομμένο τουμπεκί είχαν στο γελεκάκι, τσιμπούκι, μαύρο κι αργιλές χύμα μες στο σακάκι).2. (για εμπορεύματα) που πουλιέται χωρίς να είναι συσκευασμένο, τυποποιημένο: «οι γεωργοί του νομού μας πουλούν χύμα την παραγωγή τους στην τάδε βιομηχανία που με τη σειρά της την πουλάει τυποποιημένη στην αγορά». 3. ως επίθ., που δεν είναι συσκευασμένο, τυποποιημένο, που πουλιέται με το κιλό: «αγοράζω απ’ την ταβέρνα της γειτονιάς μας χύμα κρασί». 4. (για πρόσωπα) που δεν είναι οργανωμένος, που δεν έχει τάξη, σύστημα και, κατ’ επέκταση, που είναι ασυνεπής: «δεν του έχω εμπιστοσύνη, γιατί είναι πολύ χύμα άνθρωπος». 5. που δεν τον ενδιαφέρει πώς ντύνεται ή πώς συμπεριφέρεται: «είναι πολύ χύμα αυτός ο τύπος και δε νοιάζεται πώς κυκλοφορεί»·
- γίνομαι χύμα, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «είναι πολύ μεγάλος πότης ο τάδε, και κάθε φορά που κάθομαι να πιω μαζί του, γίνομαι χύμα». Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι·
- είμαι χύμα, είμαι υπερβολικά μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «επειδή ήμουν χύμα απ’ το πιοτό με πήγε ο φίλος μου στο σπίτι». Για συνών. βλ. φρ. είμαι φέσι, λ. φέσι·
- είναι χύμα στο κύμα, βλ. λ. κύμα·
- τα λέω χύμα (και τσουβαλάτα), εκστομίζω κατηγορίες, απειλές εναντίον κάποιου χωρίς επιφυλάξεις, χωρίς να νοιάζομαι πόσο πολύ θα τον στενοχωρήσω: «δεν έχω να φοβηθώ κανέναν, γι’ αυτό πάντα τα λέω χύμα και τσουβαλάτα». (Λαϊκό τραγούδι: χύμα στα λέω, κολπατζού, δεν το καταλαβαίνεις; οι μάπες σου είν’ έτοιμες και να τις περιμένεις
- τα ’χαμε χύμα, μας ήρθαν και τσουβαλάτα, α. λέγεται ειρωνικά, όταν κοντά σε μια δυσκολία που αντιμετωπίζουμε, προστίθεται και μια άλλη. β. λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση που αντιμετωπίζουμε κάποια δυσκολία και έρχεται κάποιος ανεπιθύμητος ή ενοχλητικός. Συνών. δε μας εφτάναν τα μουνιά, μας ήρθαν κι απ’ την Πέργαμο / δε μας φτάναν τα δικά μας, μας φέραν κι απ’ την Πέργαμο·   
- τον κάνω χύμα, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «περνιέται για γερό ποτήρι αλλά, κάθε φορά που καθόμαστε να πιούμε, τον κάνω χύμα». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι, λ. φέσι.

κύμα

κύμα, το, ουσ. [<αρχ. κῦμα], το κύμα. 1. μεγάλης έντασης  εκδήλωση φυσικού ή μηχανικού φαινομένου, κοινωνικής ή οικονομικής κατάστασης, ψυχικής ή συναισθηματικής αντίδρασης, μεγάλο πλήθος: «έρχεται νέο κύμα κακοκαιρίας || από το ηχητικό κύμα έσπασαν τα τζάμια των γύρω οικοδομών || νέο απεργιακό κύμα σαρώνει τη χώρα || αναμένεται νέο κύμα ανατιμήσεων σε όλα τα είδη διατροφής || ένιωσε ένα κύμα δακρύων στα μάτια του || ένα κύμα θυμού φούσκωσε τα στήθια του». (Τραγούδι: πολιτσμάνοι κι αστυνόμοι, κύμα ανθρώποι που περνούσαν, με κοιτάζανε στα μάτια κι άλλοι μου χαμογελούσαν). 2. συγχρονισμένη ομαδική εκδήλωση που παρατηρείται, ιδίως στα ποδοσφαιρικά γήπεδα, κατά την οποία οι θεατές στις εξέδρες σηκώνονται από τις θέσεις τους, χωρίς κάποια ενδιάμεση διακοπή, δίνοντας με τον τρόπο αυτό την εντύπωση κυματισμού: «όταν βλέπεις στα γήπεδα το κύμα στις εξέδρες, νιώθεις μια ευφορία»·
- (δεν) είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος ή (δεν) έχουμε το ίδιο μήκος κύματος, βλ. λ. μήκος·
- είναι χύμα στο κύμα, είναι εντελώς αποδιοργανωμένος ή βρίσκεται σε τέλεια ευδαιμονική κατάσταση: «δεν μπορεί να κάνει αυτή τη στιγμή σοβαρή κουβέντα, γιατί είναι χύμα στο κύμα || διαβάζει το γράμμα που του ’στειλε η γκόμενά του κι είναι χύμα στο κύμα». Από την εικόνα του ατόμου που βρίσκεται ξαπλωμένος στην άκρη της αμμουδιάς και δέχεται το ελαφρό χάδι των κυμάτων·
- κατά κύματα ή κύματα κύματα, αλλεπάλληλα και κατά ομάδες: «οι επιθέσεις γινόταν κατά κύματα || ο εχθρός ερχόταν κύματα κύματα»·
- νέο κύμα, καλλιτεχνική τάση στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού, που παρατηρήθηκε στη δεκαετία του 1960, και που επιχείρησε την ποιοτική αναβάθμισή του: «η Καίτη Χωματά, η Πόπη Αστεριάδου, ο Γιώργος Ζωγράφος και η Αρλέτα είναι από τους τραγουδιστές που εκπροσώπησαν επάξια το νέο κύμα»·    
- παλεύω με τα κύματα, αντιμετωπίζω σοβαρές δυσκολίες: «από μικρό παιδί παλεύω με τα κύματα, όμως παρ’ όλ’ αυτά τα παιδιά μου κατάφερα και τα σπούδασα»·
- πέρασα απ’ τα σαράντα κύματα, καταταλαιπωρήθηκα, καταβασανίστηκα, συνάντησα πολλά εμπόδια: «πέρασα απ’ τα σαράντα κύματα μέχρι να μορφώσω τα παιδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: σε σένανε με πάνε όλα τα βήματα κι ας είναι να περάσω σαράντα κύματα).