Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χωρισμός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

χωρισμός, ο, ουσ. [<αρχ. χωρισμός], ο χωρισμός· η διακοπή του συζυγικού ή του ερωτικού δεσμού, το διαζύγιο, η διακοπή της συμβίωσης ενός ζευγαριού: «όσο να πεις, είναι σκληρός ο χωρισμός έπειτα από δέκα χρόνια γάμου». (Λαϊκό τραγούδι: και τ’ αποτέλεσμα ήταν αυτό, να καταλήξουμε στο χωρισμό // σκότωμα θέλουμε κι οι δυο, κάναμε λάθος τραγικό, στο χωρισμό έχουν πάντα κι οι δυο την ευθύνη).