Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χωριατιά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

χωριατιά, η, ουσ. [<μσν. χωριατία <χωριάτης + κατάλ. -ιά]. 1. (υποτιμητικά) η συμπεριφορά του χωριάτη: «είναι πολύ χωριάτης και κανένας δεν ανέχεται τη χωριατιά του». 2. η αγένεια, η απρέπεια, η χοντράδα: «εκεί που θα πάμε μην αρχίσεις τις χωριατιές και γίνουμε ρεζίλι;». 3. (υποτιμητικά) πλήθος από χωριάτες: «στο πανηγύρι είχε μαζευτεί όλη η χωριατιά της περιοχής».