χωριάτης
χωριάτης, ο, θηλ. χωριάτισσα κ. χωριάτα, η, ουσ.
[<μσν. χωριάτης <χωριό + κατάλ. -ιάτης], ο χωριάτης· (υποτιμητικά)
άνθρωπος άξεστος, απολίτιστος, αγροίκος: «είχε μαζί του κι έναν χωριάτη που τον
έκανε ρεζίλι με τις ανοησίες του»·
-
γίναμε από δυο χωριά χωριάτες, βλ. λ. χωριό·
-
δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι, βλ. λ. θάρρος·
- ο χωριάτης άγιος κι αν γενεί, σκατένια έχει τη
χάρη, ο
άξεστος,, ο αγενής, ο αγροίκος, πολύ δύσκολα αλλάζει χαρακτήρα: «όσο κι αν
προσπαθεί να συμπεριφερθεί σαν πρωτευουσιάνος, δεν καταφέρνει τίποτα, γιατί ο
χωριάτης, άγιος κι αν γενεί, σκατένια έχει τη χάρη». Συνών. ο βλάχος άρχων
κι αν γενεί, βλαχίλα θα μυρίζει / ο γάιδαρος είναι γάιδαρος και ας φορεί και
σέλα.
θάρρος
θάρρος, το, ουσ. [<αρχ. θάρρος], το θάρρος. 1. η
γενναιότητα, η τόλμη: «ο στρατός μας αντιμετώπισε με θάρρος όλες τις επιθέσεις
του εχθρού». 2. η αυτοπεποίθηση: «του λείπει το θάρρος, γι’ αυτό δεν
προβάλλει τις ικανότητές του». 3. η οικειότητα: «μπορεί να είναι τώρα
μεγάλος και τρανός, αλλά έχω θάρρος μαζί του, γιατί μεγαλώσαμε μαζί από μικρά
παιδιά». 4. το κουράγιο, η ελπίδα, η εγκαρτέρηση: «δεν έχασε το θάρρος
του ούτε λεπτό και κατάφερε να βγει απ’ το αδιέξοδο που βρισκόταν». 5.
ως επιφών. θάρρος! (προτρεπτικά) δείξε γενναιότητα, κουράγιο: «θάρρος,
αγόρι μου! Μπόρα είναι και θα περάσει». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- δίνω θάρρος (σε κάποιον), βλ. φρ. του δίνω
θάρρος. (Λαϊκό τραγούδι: δεν τον φοβίζουν τα κελιά, δεν τον τρομάζει ο
χάρος, μονάχα στη μανούλα του ζητάει να δώσουν θάρρος)·
- δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι, δεν
πρέπει να συμπεριφερόμαστε με οικειότητα σε ανάγωγους ανθρώπους ή σε ανθρώπους
που δε γνωρίζουμε το χαρακτήρα τους, γιατί υπάρχει περίπτωση να μας γίνουν πολύ
ενοχλητικοί, πολύ φορτικοί·
- έχω το θάρρος της γνώμης μου, εκφράζω θαρραλέα τις
απόψεις μου, έστω και αν ενοχλούν κάποιον ή κάποιους: «σε πολύ σοβαρά ζητήματα
έχω το θάρρος της γνώμης μου και δε φοβάμαι κανέναν»·
- παίρνω θάρρος, α. αποκτώ οικειότητα: «τώρα
που πήρε θάρρος, άντε να δούμε πώς θα τον ξεφορτωθείς». β. ενθαρρύνομαι,
αποκτώ αυτοπεποίθηση, κουράγιο, γενναιότητα, ξεπερνώ το φόβο μου: «με τα λόγια
που του είπα, πήρε θάρρος και συνέχισε τις προσπάθειες του». (Λαϊκό τραγούδι: αφού
δε μπορείς να νιώσεις τη δική μου την ψυχή, πάρε θάρρος να μου δώσεις τη
χαριστική βολή)·
- παίρνω το θάρρος, αποφασίζω για κάτι, τολμώ να κάνω
κάτι: «επειδή είστε φίλος του πατέρα μου, παίρνω το θάρρος να σας εκθέσω το
πρόβλημά μου»·
- παραπαίρνω θάρρος, αποκτώ υπερβολική οικειότητα,
πράγμα που ενοχλεί: «κάθισε φρόνιμα, γιατί παραπήρες θάρρος και θα σου τις
βρέξω»·
- σαν πολύ θάρρος πήρες! ή σαν πολύ θάρρος δεν
πήρες; βλ. φρ. σαν πολύ θάρρος σε δώσαμε(!)·
- σαν πολύ θάρρος σε δώσαμε! ή σαν πολύ θάρρος δε
σε δώσαμε; απειλητική έκφραση με την οποία θέλουμε να επαναφέρουμε στην
τάξη κάποιον, που μας συμπεριφέρεται με οικειότητα που ξεπερνάει τα όρια·
- του δίνω θάρρος, α. τον ενθαρρύνω: «στις
δύσκολες στιγμές του ήμουν πάντα δίπλα του και του ’δινα θάρρος». β. του
συμπεριφέρομαι με οικειότητα: «μη του δίνεις πολύ θάρρος, γιατί θα ’ρθει στιγμή
που θα σε καβαλικέψει»·
- του πήρα το θάρρος, του συμπεριφέρθηκα με τέτοιο
τρόπο, που έχασε την τόλμη του απέναντί μου, τον έκανα να με φοβάται: «απ’ την
πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε, τον αγρίεψα αμέσως κι έτσι του πήρα το θάρρος»·
- χάνω το θάρρος μου, χάνω την τόλμη, τη γενναιότητά,
την αποφασιστικότητά μου σε κάποια δύσκολη περίσταση ή κατάσταση: «μου ’ρθαν
πολλές αναποδιές στη ζωή, αλλά ευτυχώς δεν έχασα το θάρρος μου και σιγά σιγά τα
τακτοποίησα όλα».
χωριό
χωριό, το, ουσ.
[<μσν. χωριόν <αρχ. χωρίον], το χωριό· ειρωνική ή υποτιμητική προσφώνηση
σε άτομο που είναι ή που το θεωρούμε άξεστο, απολίτιστο: «έλα δω, ρε χωριό, τι
έκανες πάλι και σε κακολογούν;». Υποκορ. χωριουδάκι, το. (Δημοτικό
τραγούδι: χωριό μου χωριουδάκι μου και πατρικό σπιτάκι μου).
(Ακολουθούν 22 φρ.)·
-
αν δε σε θέλουν στο χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά, όταν είσαι
ανεπιθύμητος σε ένα χώρο, μην περιμένεις βοήθεια από κανέναν: «μέσ’ στην πιάτσα
αν είσαι αφερέγγυος, δεν έχεις βοήθεια από κανέναν, γιατί, αν δε σε θέλουν στο
χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά»·
- βρήκες το χωριό χωρίς σκυλί και γυρίζεις χωρίς
ραβδί, λέγεται
για εκείνους που ενεργούν ασύδοτα σε ένα χώρο, επειδή δεν υπάρχει κάποιος να
τους ελέγξει, να τους εμποδίσει: «βρήκες το χωριό χωρίς σκυλί και γυρίζεις
χωρίς ραβδί σ’ αυτό το κράτος που είναι μπάχαλο κι όλοι κάνουν ό,τι τους
κατέβει!»·
- γίναμε από δυο χωριά (χωριάτες), μαλώσαμε, τσακωθήκαμε και
δημιουργήθηκε εχθρότητα μεταξύ μας: «αντιλήφθηκα πως ήθελε να με βάλει στο χέρι,
και γίναμε από δυο χωριά χωριάτες». (Λαϊκό τραγούδι: από τα μάτια σου,
Σμυρνιά, πήραν φωτιά στο μαχαλά, όλο μαλώνουν τα παιδιά και γίναν από δυο
χωριά). Ακούγεται και γίναμε από δέκα χωριά (χωριάτες)·
- γίνεται χωριό, βλ. συνηθέστ. κάνουμε χωριό·
- δε γίνεται χωριό ή δεν μπορεί να γίνει χωριό, βλ.
φρ. δεν κάνουμε χωριό. (Λαϊκό τραγούδι: με την γκρίνια που έχει πέσει,
το κακό έχει παραγίνει, με το φταις και με το φταίω δεν μπορεί χωριό να
γίνει)·
-
δεν κάνουμε χωριό ή δεν μπορούμε να κάνουμε χωριό, δεν
ταιριάζουμε, δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, να συνεργαστούμε, να συμβιώσουμε,
να συνυπάρξουμε: «είμαστε κι οι δυο εγωιστές, γι’ αυτό δεν κάνουμε χωριό».
(Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό στα ίσα θα στο πω δεν κάνουμε μαζί χωριό και
για την κοινωνία // σου το ’πα μια σου το ’πα δυο, εμείς δεν κάνουμε χωριό)·
-
είμαι από χωριό, έκφραση με την οποία δηλώνουμε ή προσποιούμαστε τέλεια
άγνοια για κάποιον ή για κάτι. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εγώ δεν ξέρω ή
το κανονίστε τα, εγώ: «μήπως πέρασε από δω ο τάδε; -Εγώ δεν ξέρω, ρε
παιδιά, είμαι από χωριό || ποια είναι η γνώμη σου για το θέμα που
κουβεντιάζουμε, ρε φίλε; -Κανονίστε τα, εγώ είμαι από χωριό». Συνών. δεν
είμαι της οικοδομής / είμαι από επαρχία / είμαι περαστικός / ήρθα να πάρω τα
χαλιά / ψυγεία πουλάω·
-
είμαστ’ ένα μεγάλο χωριό, λέγεται από την άποψη ότι, όλοι λίγο πολύ
γνωριζόμαστε στον επαγγελματικό χώρο στον οποίο ανήκουμε και γνωρίζουμε το ποιόν
του καθενός: «εμείς οι ηθοποιοί είμαστ’ ένα μεγάλο χωριό κι ο καθένας ξέρει με
τι ασχολείται ο άλλος». Από το ότι όλοι οι κάτοικοι ενός χωριού, γνωρίζονται
μεταξύ τους·
-
είναι ο καλύτερος του χωριού, έχει πολύ τακτοποιημένη ζωή, πολύ
τακτοποιημένη εργασία: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε την κόρη του εργολάβου,
είναι ο καλύτερος του χωριού || απ’ τη μέρα που βολεύτηκε στο δημόσιο, είναι ο
καλύτερος του χωριού»·
- είχαμε πορδές σακιά, μας ήρθανε κι απ’ τα χωριά, βλ. λ. πορδή·
- έτσι κάνετε (εσείς) στο χωριό σας; λέγεται ειρωνικά ή και απειλητικά
σε κάποιον που συμπεριφέρεται ανάρμοστα·
-
η πουτάνα του χωριού, βλ. λ. πουτάνα·
-
κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη ή καλύτερα πρώτος στο
χωριό παρά δεύτερος στην πόλη, εκφράζει φιλοδοξία για τιμές και μεγαλεία:
«φεύγει ο κόσμος απ’ την επαρχία για να βρει την τύχη του στις μεγάλες πόλεις και
κυκλοφορούν άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, αλλά για μένα κάλλιο πρώτος στο χωριό
παρά δεύτερος στην πόλη»·
- κάνουμε χωριό, ταιριάζουμε, μπορούμε να συνεννοηθούμε, να
συνεργαστούμε, να συμβιώσουμε, να συνυπάρξουμε: «απ’ τη στιγμή που είδαμε πως
κάνουμε χωριό, αποφασίσαμε να συνεταιριστούμε || μετά από γνωριμία δυο χρόνων
αποφασίσαμε να παντρευτούμε, γιατί είδαμε πως κάνουμε χωριό». (Λαϊκό τραγούδι: σε
μάζεψα, σε σύμμασα απ’ τα σοκάκια μέσα κι είπα, να κάνουμε χωριό,ν’
ανοίξουμε νοικοκυριό. Μα συ δεν έχεις μπέσα)·
- ο τρελός του χωριού, βλ. λ. τρελός·
- όνομα και μη χωριό, βλ. λ. όνομα·
-
στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό, βλ. λ. γάιδαρος·
-
το μεγάλο χωριό, χαρακτηρισμός των μεγάλων πόλεων, ιδίως της Αθήνας και
της Θεσσαλονίκης. Από το ότι στις πόλεις αυτές οι περισσότεροι κάτοικοι
προέρχονται από την επαρχία. Συνήθως λέγεται με ειρωνική διάθεση: «ήρθαν
ορισμένοι απ’ το μεγάλο χωριό και μας κάνουν τους έξυπνους!».
-
το χωριό καιγότανε κι η Μάρω στολιζότανε, βλ. φρ. εδώ ο κόσμος
καίγεται και η γριά χτενίζεται, λ. κόσμος·
-
το χωριό κάνει παπά, η κοινή αποδοχή, η κοινή αναγνώριση καταξιώνει κάποιον
σε μια κοινωνία: «κανείς δεν μπορεί να επιβάλει κάποιον σε κάποιο χώρο με το
ζόρι, γιατί το χωριό κάνει παπά». Συχνό παράδειγμα η δυναμική άρνηση διάφορων
ενοριών να αποδεχτούν τον παπά που επιδιώκει να τους επιβάλει η οικεία
Μητρόπολη σε αντικατάσταση του προηγουμένου, ο οποίος είχε και την αποδοχή των
ενοριτών·
-
του χωριού ο άγιος δόξα δεν έχει, βλ. λ. άγιος·
-
χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει, ό,τι είναι προφανές, αυταπόδεικτο,
δε χρειάζεται επεξηγήσεις.