Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χτύπος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

χτύπος, ο, ουσ. [<αρχ. κτύπος], ο χτύπος. 1. ταχυπαλμία που προκαλείται συνήθως από ένταση ή αγωνία: «μ’ έπιασε τέτοιος χτύπος, μόλις μου ανήγγειλαν πως ο γιος μου έπεσε θύμα τροχαίου, που κάποια στιγμή νόμισα πως θα πάθαινα συγκοπή». 2. ως επιφώνημα χτύπος! ή χτυπόις! απευθύνεται συνήθως από γκαρσόνι καφενείου ή εστιατορίου προς το μέρος εκείνο που ακούστηκαν παλαμάκια ή ήχος πάνω σε σερβίτσιο από το χτύπημα πιρουνιού ή κουταλιού κάποιου πελάτη, και έχει την έννοια ποιος με καλεί, ποιος χτύπησε, έρχομαι αμέσως.