Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χρώμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

χρώμα, το, ουσ. [<αρχ. χρῶμα <χρώννυμι], το χρώμα· (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) πέντε φύλλα στην πόκα ή στο πόκερ που έχουν το ίδιο χρώμα χωρίς να βρίσκονται σε σειρά: «αν και είχα χρώμα, έχασα, γιατί ο άλλος είχε φουλ». (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- άλλαξε δέκα χρώματα, βλ. συνηθέστ. άλλαξε χίλια χρώματα·
- άλλαξε χίλια χρώματα, ένιωσε πολύ μεγάλη ντροπή ή ταραχή (κοκκίνισε έντονα το πρόσωπό του) ή φόβο (κιτρίνισε, πάνιασε έντονα το πρόσωπό του): «μόλις ο άλλος τον ξεμπρόστιασε μπροστά στους φίλους του, ο δικός σου άλλαξε χίλια χρώματα || μόλις αγρίεψε ο άλλος, αυτός που έκανε τον παλικαρά άλλαξε χίλια χρώματα»·
- άλλαξε χρώμα, κοκκίνισε από ντροπή ή ταραχή ή κιτρίνισε από φόβο: «μόλις κατάλαβα το ψέμα του και τον κοίταξα στα μάτια, άλλαξε χρώμα || μόλις του ’βαλα τις φωνές, άλλαξε χρώμα»·
- δεν έπιασε το χρώμα, δεν έβαψε καλά την επιφάνεια στην οποία χρησιμοποιήθηκε: «πρέπει να περάσω ένα δεύτερο χέρι την πόρτα, γιατί δεν έπιασε το χρώμα την πρώτη φορά»·
- δίνει χρώμα στη φωνή του, ανεβοκατεβάζει την ένταση της φωνής του ανάλογα με το περιεχόμενο του κομματιού που διαβάζει ή που απαγγέλλει: «όταν μας διαβάζει κάποιο βιβλίο, κάθε τόσο δίνει χρώμα στη φωνή του κι έτσι το κείμενο γίνεται πιο συναρπαστικό»·
- δίνω χρώμα (κάπου), δημιουργώ με κατάλληλα μέσα ή με κατάλληλη συμπεριφορά ιδιαίτερη ή ευχάριστη ατμόσφαιρα σε ένα χώρο, σε ένα περιβάλλον: «τα διάφορα φωτιστικά εφέ έδιναν χρώμα στην αίθουσα || ευτυχώς που ήρθε ο τάδε και με το κέφι του έδωσε χρώμα στο πάρτι μας»·   
- έκανε χρώμα, το πρόσωπο ή το δέρμα του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, πήρε κάποια μαυρίλα από τον ήλιο: «ένα μήνα διακοπές δίπλα στη θάλασσα, έκανε χρώμα ο άνθρωπος»· βλ. και φρ. πήρε χρώμα· 
- έκοψε το χρώμα του, βλ. φρ. έχασε το χρώμα του·
- έφυγε το χρώμα του, βλ. φρ. έχασε το χρώμα του·
- έχασε το χρώμα του, έγινε κίτρινο, ωχρό από ψυχική ταραχή ή σωματική αδυναμία: «μόλις αναφέρθηκε ο άλλος στ’ όνομά του, έχασε το χρώμα του, γιατί έχει τη φωλιά του λερωμένη || είκοσι μέρες στο νοσοκομείο, έχασε το χρώμα του ο φουκαράς»·
- μου ’φυγε το χρώμα, φοβήθηκα πάρα πολύ και το χρώμα του προσώπου μου έγινε κίτρινο, πάνιασα: «μου ’φυγε το χρώμα μόλις είδα το φορτηγό να ’ρχεται καταπάνω μου»· 
- πήρε χρώμα, απέκτησε ροδαλό χρώμα στο πρόσωπό του, απέκτησε υγιή όψη, συνήλθε έπειτα από κάποια ασθένειά του: «μετά το νοσοκομείο πήγε ένα μήνα στην εξοχή κι αμέσως πήρε χρώμα»· βλ. και φρ. έκανε χρώμα·
- χρώματα κι αρώματα, λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να αναφερθούμε σε κάτι ή σε κάποιον που δεν είναι σοβαρός και που για το λόγο αυτό δεν πρέπει να τον εμπιστευόμαστε: «άσε τώρα τα λόγια, γιατί μια ζωή χρώματα κι αρώματα είσαι». (Τραγούδι: χρώματα, χρώματα άσε τα καμώματα, χρώματα, χρώματα, χρώματα κι αρώματα).