Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χρωματίζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

χρωματίζω, ρ. [<αρχ. χρωματίζω], χρωματίζω· από τις ενέργειες ή τη συμπεριφορά κάποιου, μου γίνεται γνωστή η πολιτική ιδεολογία του, τα πολιτικά του φρονήματα, κάνω φάκελο σε κάποιον: «κατά τη διάρκεια της χούντας, υπήρχαν διάφοροι μυστικοί αστυνομικοί, που χρωμάτιζαν τους πολίτες». Συνών. χαρακτηρίζω·
- χρωματίζει τη φωνή του, βλ. φρ. δίνει χρώμα στη φωνή του, λ. χρώμα.