Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χρονικό
χρονικό, το, ουσ. [<μτγν. χρονικόν, ουδ. του επιθ. χρονικός],
το χρονικό·
-
θα γραφεί στα χρονικά, έκφραση που δηλώνει μεγάλη έκπληξη ή απορία για
τον πρωτόγνωρο τρόπο ενέργειας κάποιου ή γενικά για κάτι που είναι πρωτοφανές:
«εσύ, ο μεγαλύτερος γόης, να τρέχεις από πίσω της και να την παρακαλάς, θα
γραφεί στα χρονικά! || αυτός ο σεισμός θα γραφεί στα χρονικά»·
-
θα μείνει στα χρονικά, βλ. φρ. θα γραφεί στα χρονικά.