Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χρεία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

χρεία, η, ουσ. [<αρχ. χρεία]. 1. η ανάγκη: «αν υπάρξει χρεία θα ’ρθω να σε βοηθήσω». Πρβλ.: δέν εἶναι εὔκολες οἱ θύρες, ὅταν ἡ χρεία τές κουρταλεῖ (Δ. Σολομός).2. αποχωρητήριο που είναι πιο πολύ τουρκικού τύπου: «μην πας στη χρεία, γιατί είναι άλλος». Συνών. αναγκαίο(ς) (3α) / απόπατος / βούτα (3) / σκατιέρα / χαλές (1) / χέστρα (1)· βλ. και λ. μέρος (3).