Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χθες

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

χθες, επίρρ., βλ. λ. χτες.

χτες

χτες κ. χθες κ. εχθές, επίρρ. [<αρχ. χθές]. 1. την προηγούμενη μέρα από αυτή που διανύουμε σήμερα: «χτες τ’ απόγευμα πέρασε απ’ το μπαράκι ο τάδε και σε ζητούσε». (Λαϊκό τραγούδι: χτες μεσάνυχτα και κάτι κατηφόρισα, στη μικρή την πλαταιίτσα που σε γνώρισα). 2. (αόριστα) το πρόσφατο παρελθόν σε αντιδιαστολή με το σήμερα: «χτες ήταν τόση δα και σήμερα που την είδα είναι ολόκληρη κοπελίτσα». 3. ως ουσ. το χτες, (αόριστα) το παρελθόν και συνήθως όχι το πολύ μακρινό: «οι άνθρωποι του χτες άρχισαν κι αυτοί να προσαρμόζονται στη σύγχρονη τεχνολογία»·
- λες και ήταν χτες, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως λόγω της ταχύτητας με την οποία κυλάει ο χρόνος, οι διάφορες αναμνήσεις μας είναι ολοζώντανες: «λες και ήταν χτες που ήμασταν μαθητές με κοντά παντελονάκια». (Τραγούδι: λες και ήταν χτες, λες και ήταν χτες, που φιλάκια σου ’δινα στα χείλη τα βελούδινα
- σαν να ήταν χτες, βλ. συνηθέστ. λες και ήταν χτες·
- το σήμερα είναι χτες, βλ. λ. σήμερα·
- χτες προχτές, (αόριστα) πριν από μερικές μέρες: «μου φαίνεται πως ήταν χτες προχτές που πέρασε ο τάδε απ’ το μπαράκι και σε ζητούσε».