Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χειρούργος
χειρούργος, ο, ουσ. [<μτγν. χειρουργός], ο χειρούργος· (στη γλώσσα της αργκό) ο ιδιοκτήτης χειρουργείου ή τεχνίτης που χειρουργεί: «είναι από τους πιο σπουδαίους χειρούργους της πιάτσας».
χειρούργος, ο, ουσ. [<μτγν. χειρουργός], ο χειρούργος· (στη γλώσσα της αργκό) ο ιδιοκτήτης χειρουργείου ή τεχνίτης που χειρουργεί: «είναι από τους πιο σπουδαίους χειρούργους της πιάτσας».