Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χατίρι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

χατίρι, το, ουσ. [<τουρκ. hatir], οτιδήποτε γίνεται ή προσφέρεται από εύνοια, η ικανοποίηση της επιθυμίας κάποιου, η χάρη. Υποκορ. χατιράκι, το·
- για χατίρι, για χάρη: «μάλωσε μ’ ολόκληρη παρέα για χατίρι της αδερφής του». (Λαϊκό τραγούδι: τότε  χίπης τώρα γιάπης για χατίρι της αγάπης
- για το χατίρι σου, για χάρη σου. (Λαϊκό τραγούδι: εγώ για το χατίρι σου, μπεμπέκα μου, απόψε θα χωρίσω απ’ τη γυναίκα μου
- δε χαλώ χατίρι, δε δυσαρεστώ κανέναν: «όταν είμαι στις καλές μου, ό,τι και να μου ζητήσουν, δε χαλώ χατίρι»·
- έγινε το χατίρι του, ικανοποιήθηκε η επιθυμία του: «αφού έγινε το χατίρι του, τι θέλει και φωνάζει πάλι;»·
- κάνε μου το χατίρι, παρακλητική έκφραση με την έννοια κάνε μου τη χάρη, την εξυπηρέτηση, εξυπηρέτησέ με: «κάνε μου το χατίρι όπως έρχεσαι, να μου αγοράσεις ένα πακέτο τσιγάρα, γιατί δεν μπορώ να φύγω απ’ τη δουλειά μου!». (Λαϊκό τραγούδι: δε λογαριάζω τα λεφτά, κάντε μου το χατίρι, αρκεί το βασανάκι μου να βγει στο παραθύρι
- κάνω χατίρια (χατιράκια), δεν είμαι αμερόληπτος, χαρίζομαι: «ένας σωστός δάσκαλος δεν πρέπει να κάνει χατίρια στους μαθητές του»·
- μεγάλο το χατίρι σου! μεγάλη η χάρη σου. (Λαϊκό τραγούδι: μεγάλο το χατίρι σου, να πίνω απ’ το ποτήρι σου, για σένα να μεθάω
- του κάνω τα χατίρια ή του κάνω το χατίρι, ικανοποιώ πρόθυμα τις επιθυμίες του: «όχι πάντα, αλλά συνήθως του κάνω τα χατίρια, γιατί του ’χω αδυναμία»·
- του χαλώ το χατίρι, δεν εκπληρώνω την επιθυμία του, τη χάρη, την εξυπηρέτηση που μου ζητάει: «κι εσύ θα του χαλούσες το χατίρι, αν σου φερόταν με τόσο ανάρμοστο τρόπο». (Λαϊκό τραγούδι: αφού μου λες πως μ’ αγαπάς, μη μου χαλάς χατίρι, έλα να πά’ ν’ αράξουμε κι οι δυο στο μοναστήρι).