Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χαρακτηρίζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

χαρακτηρίζω, ρ. [<μτγν. χαρακτηρίζω <χαρακτήρ], χαρακτηρίζω· από τις ενέργειες ή τη συμπεριφορά κάποιου, μου γίνεται γνωστή η πολιτική ιδεολογία του, τα πολιτικά του φρονήματα, κάνω φάκελο σε κάποιον: «τον είδαν σε μια πορεία κατά των Αμερικανών και τον χαρακτήρισαν κομμουνιστή». Συνών. χρωματίζω.