Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χαρίζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

χαρίζω, ρ. [<μτγν. χαρίζω]. 1. δωρίζω: «στη γιορτή μου οι φίλοι μου μου χάρισαν ένα χρυσό ρολόι». (Λαϊκό τραγούδι: ο Απρίλης με λουλούδια και με πράσινα τραγούδια το μπαξέ του της χαρίζει αλλ’ αυτή δεν χαμπαρίζει).2. απαλλάσσω κάποιον από ποινή ή χρέος: «επειδή έδειξε καλή διαγωγή στη φυλακή, του χάρισαν το υπόλοιπο της ποινής του || του χάρισα όσα λεφτά του είχα δανείσει». 3. δεν καταλογίζω κάτι σε βάρος κάποιου, το αφήνω να περάσει χωρίς να το υπολογίσω: «για πρώτη φορά σου τη χαρίζω που άργησες να έρθεις στη δουλειά, αν όμως επαναληφθεί, θα σε απολύσω αμέσως». (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- δε θα σου τη χαρίσω, απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον πως μελλοντικά, θα του ανταποδώσουμε το κακό που μας έχει κάνει: «τώρα γελάς που μ’ έβαλες στο χέρι όμως να ’σαι σίγουρος πως δε θα σου τη χαρίσω»·
- δε χαρίζω κάστανα, βλ. λ. κάστανο·
- και να μου το χάριζαν, δε θα το ’παιρνα, λέγεται για κάτι που το θεωρούμε εντελώς τιποτένιο, που θεωρούμε πως είναι για πέταμα: «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί έδωσες τόσα λεφτά γι’ αυτό το πράγμα που και να μου το χάριζαν, δε θα το ’παιρνα»·
- κάποιου του χάριζαν γάιδαρο και τον κοιτούσε στα δόντια (να δει πόσων χρονών είναι), βλ. λ. γάιδαρος·
- κάποιου του χάριζαν γάιδαρο κι ήθελε και το σαμάρι, βλ. λ. γάιδαρος·
- του χάρισαν τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- του χάρισε τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- χαρίζω τα φιλιά μου, βλ. λ. φιλί·
- χαρίζω φιλιά, βλ. λ. φιλί·
- χάρισέ μου ένα βλέμμα, βλ. λ. βλέμμα·
- χάρισέ μου ένα φιλί (φιλάκι), βλ. λ. φιλί·
- χάρισέ μου μια ματιά, βλ. λ. ματιά·
- χάρισέ μου ένα χαμόγελο, βλ. λ. χαμόγελο.

βλέμμα

βλέμμα, το, ουσ. [<αρχ. βλέμμα <βλέπω], το βλέμμα. (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- αγκαλιάζω με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), βλέπω κάποιον ή κάτι με μεγάλο ενδιαφέρον και σε όλο του το σύνολο: «του έκανε τόση εντύπωση μόλις μπήκε η τάδε μέσα, που αμέσως την αγκάλιασε με το βλέμμα του»·
- άδειο βλέμμα, το ανέκφραστο ή αυτό που δεν έχει ζωντάνια: «όσο μιλούσε ο άλλος, τον κοιτούσε με το άδειο βλέμμα του και δεν έλεγε κουβέντα»·
- ακολουθώ με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), βλέπω κάποιον ή κάτι ενώ κινείται: «μόλις βγήκε ο τάδε απ’ το μπαράκι, τον ακολούθησα με το βλέμμα μου, μέχρι που έστριψε στη γωνία || ακολούθησα με το βλέμμα μου τ’ αυτοκίνητο, μέχρι που χάθηκε στο βάθος του δρόμου»·
- θολό βλέμμα, α. λέγεται για το βλέμμα εκείνου του ανθρώπου που τα μάτια του είναι υγρά από συγκίνηση: «τη στιγμή του αποχωρισμού τους τον κοιτούσε με θολό βλέμμα». β. που δεν είναι εκφραστικό: «με κοιτούσε με θολό βλέμμα και δεν μπορούσα να τον ψυχολογήσω»·
- καρφώνω το βλέμμα μου (σε κάποιον ή σε κάτι), κοιτώ επίμονα κάποιον ή κάτι: «μόλις μπήκε μέσα η τάδε, κάρφωσα το βλέμμα μου απάνω της και προσπαθούσα να θυμηθώ πού την είχα ξαναδεί»·
- κατεβάζω το βλέμμα ή κατεβάζω το βλέμμα μου, βλ. φρ. χαμηλώνω το βλέμμα·
- καυτό βλέμμα, που διακατέχεται από έντονο πάθος, που είναι προκλητικό: «την κοίταξε μ’ ένα τόσο καυτό βλέμμα, που η γυναίκα ένιωσε άσχημα»·   
- κάτω απ’ το βλέμμα μου, υπό την επίβλεψή μου: «όλη τη μέρα δούλευε κάτω απ’ το βλέμμα μου κι απόδωσε μια χαρά»·
- λοξό βλέμμα, βλ. φρ. πλάγιο βλέμμα·
- μακριά απ’ του Θεού το βλέμμα ή μακριά απ’ το βλέμμα του Θεού, βλ. λ. Θεός·
- πλάγιο βλέμμα, βλέμμα με την άκρη του ματιού ως ένδειξη απειλής, περιφρόνησης, εχθρότητας ή καχυποψίας: «του ’ριξε ένα πλάγιο βλέμμα κι ο άλλος μαζεύτηκε στη θέση του»·
- ρίχνω ένα βλέμμα, κοιτάζω βιαστικά, ρίχνω μια βιαστική ματιά: «έριξα ένα βλέμμα στο μπαράκι μήπως και δω το φίλο μου»·
- ρίχνω το βλέμμα μου, βλέπω, κοιτάζω, ιδίως αυστηρά: «όπου ρίχνω το βλέμμα μου, κάθονται αμέσως όλοι σούζα»·
- στυλώνω το βλέμμα μου (σε κάποιον, κάπου ή σε κάτι), κοιτώ επίμονα κάποιον ή κάτι και σε διάρκεια: «ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που, μόλις μπήκε μέσα, στύλωσαν όλοι το βλέμμα τους απάνω της»·
- το βλέμμα που σκοτώνει, βλέμμα διαπεραστικό, που καθηλώνει, που φέρνει μεγάλη αμηχανία ή σεξουαλική υπερδιέγερση σε εκείνον που πέφτει επάνω του: «όπου και να ρίξει το βλέμμα του, γίνεται μεγάλη ταραχή, γιατί έχει το βλέμμα που σκοτώνει || μόλις της έριξε το βλέμμα που σκοτώνει, έχασε τα λόγια της η άλλη»·
- τον καρφώνω με το βλέμμα μου, τον κοιτώ επίμονα και συνήθως με άγριο, επιτιμητικό ή υποτιμητικό τρόπο: «μόλις τέλειωσε το πρόστυχο ανέκδοτο, τον κάρφωσα με το βλέμμα μου, αλλά αυτός έκανε πως δεν κατάλαβε»·
- τραβάει το βλέμμα, το άτομο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, προσελκύει για κάποιο λόγο το βλέμμα του ανθρώπου: «είναι τόσο όμορφη γυναίκα, που τραβάει αμέσως το βλέμμα || έχει μια αυτοκινητάρα, που απ’ όπου κι αν περάσει τραβάει το βλέμμα»·
- υπό το βλέμμα μου, βλ. συνηθέστ. κάτω απ’ το βλέμμα μου·
- φαρμακερό βλέμμα, που είναι γεμάτο από έχθρα, από μίσος: «του ’ριξε τέτοιο φαρμακερό βλέμμα, που ο άλλος πάγωσε απ’ το φόβο του»·
- φονικό βλέμμα, που είναι όλο μίσος, όλο κακία: «μου ’ριξε ένα φονικό βλέμμα, που μ’ έκανε να χάσω τα λόγια μου»·
- χαμηλώνω το βλέμμα ή χαμηλώνω το βλέμμα μου, κοιτώ προς τα κάτω από σεβασμό, ντροπή ή υποταγή: «μόλις είδα τον παππού του φίλου μου, χαμήλωσα το βλέμμα μου και τον χαιρέτησα ευγενικά || μόλις αποκαλύφθηκε το ψέμα μου, χαμήλωσα το βλέμμα και δεν ήξερα τι να πω || κάθε φορά που βλέπω τ’ αφεντικό μου, χαμηλώνω το βλέμμα μου και προσπερνώ διακριτικά»·
- χάρισέ μου ένα βλέμμα, βλ. φρ. χάρισέ μου μια ματιά, λ. ματιά.

γάιδαρος

γάιδαρος, ο, θηλ. γαϊδάρα κ. γαϊδούρα (βλ. λ.), πλ. γάιδαροι κ. γαϊδάροι, οι, ουσ. [<μτγν. γαϊδάριον <αραβ. gadar - gaidar], ο γάιδαρος. 1. άνθρωπος απρεπής, αγενής, ανάγωγος, αδιάντροπος, άξεστος, αγροίκος: «πρόσεξε μη φερθείς πάλι σαν γάιδαρος εκεί που θα πάμε, γιατί θα είναι όλοι καθώς πρέπει άνθρωποι». 2. ο αφιλότιμος, ο αχάριστος: «τον βοήθησα μ’ όλες μου τις δυνάμεις και δεν είπε ούτ’ ένα ευχαριστώ ο γάιδαρος». 3. (ειρωνικά ή υποτιμητικά)χαρακτηρίζει το παιδί που δεν είναι πια μικρό, που μεγάλωσε αρκετά και για το λόγο αυτό πρέπει να συμπεριφέρεται και ανάλογα: «έγινε κοτζάμ γάιδαρος κι ακόμη θέλουν να τον νταντεύουν». Υποκορ. γαϊδαράκος, ο. (Τραγούδι: ντε κυρ γαϊδαράκο ντε, ντε με τα γαϊδούρια τ’ άλλα γάιδαρέ μου κουτεντέ)· βλ. και λ. γαϊδούρι. (Ακολουθούν 57 φρ.)·
- αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα, λέγεται για τους αισχρούς ανθρώπους, που με διάφορα γλυκόλογα και ψεύτικες ευγένειες προσπαθούν να μας παρασύρουν ώστε να μας εκμεταλλευτούν: «μην πιστεύεις στις ευγένειες και στα γλυκόλογά του, γιατί είναι αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα και θα την πατήσεις»· 
- αν δεν κλοτσήσει ο γάιδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν, α. αυτός που αδικείται ή καταπιέζεται, πρέπει μόνος του να αντιδρά, αν θέλει να βρει το δίκιο του ή να βελτιωθεί η κατάστασή του: «πιάσ’ τ’ αφεντικό σου, ρε παιδάκι μου, και πες του πως δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η αποικιοκρατική κατάσταση, γιατί, αν δεν κλοτσήσει ο γάιδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν, κορόιδο, ε κορόιδο!». β. πρέπει να διαμαρτύρεσαι, να απαιτείς δυναμικά αυτό που θέλεις να πετύχεις: «έτσι με το σταυρό στο χέρι όπως πας, όλοι θα σε εκμεταλλεύονται στη ζωή σου, γιατί, αν δεν κλοτσήσει ο γάιδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν». Συνών. αν δε φωνάξει το μωρό, δεν το ταΐζει η μάνα του / αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί·
- αν κλάνει ο γάιδαρος, τι φταίει το σαμάρι; βλ. συνηθέστ. φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι·
- άνθρωπος ξετσίπωτος, γάιδαρος αδέσποτος, βλ. λ. άνθρωπος·
- αντί να βογκάει ο γάιδαρος, βογκάει το σαμάρι, λέγεται στην περίπτωση που παραπονιέται κάποιος για κάτι που υπομένει ή έχει υποστεί κάποιος άλλος: «εγώ είμαι αυτός που υποφέρω, εσύ τι ζόρι τραβάς, γιατί, έτσι όπως το πάμε, αντί να βογκάει ο γάιδαρος, βογκάει το σαμάρι». Συνών. αντί να τρίζει ο αραμπάς, τρίζουν τα κατρακύλια·
- αντί να δέρνει το γάιδαρο, δέρνει το σαμάρι, βλ. φρ. φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι·
- αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα, δηλώνει πως δεν πρέπει να υπολογίζουμε καθόλου στις υποσχέσεις των διοικούντων, των πολιτικών: «μην πιστεύετε αυτά που σας υπόσχεται για να τον ψηφίσετε, γιατί αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα»·
- βόσκει ο γάιδαρος εκεί που τονε δένουνε, ο καθένας πρέπει να κανονίζει τη ζωή του ανάλογα με τις δυνατότητές του ή τις περιστάσεις που του τυχαίνουν: «αφού δεν έχει τη δυνατότητα να ξοδεύει για γλέντια και διασκεδάσεις, όπως κάνουν οι άλλοι, κάθεται στο σπιτάκι του, γιατί βόσκει ο γάιδαρος εκεί που τονε δένουνε»·
- γάιδαρο που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να γκαρίζει, όταν κάποιος δεν μπορεί να σε βλάψει, άσ’ τον να λέει ό,τι θέλει σε βάρος σου, αγνόησέ τον: «στενοχωριέσαι που ασχολείται συνεχώς μαζί σου; Γάιδαρο που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να γκαρίζει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ. Συνών. άνεμος που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να φυσάει / σκυλί που δε σε βλάπτει, άφησέ το να γαβγίζει / το φίδι που δε σε βλάπτει, να ζήσει χίλια χρόνια·
- γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος τον πονεί, βλ. λ. κώλος·
- γάιδαρος κλάνει στου Φασουλά το χάνι, λέγεται για ασήμαντο γεγονός που δεν ενδιαφέρει κανέναν: «το βράδυ θα ’ρθει μαζί μας κι ο φίλος του τάδε. -Γάιδαρος κλάνει στου Φασουλά το χάνι»·
- γάιδαρος με λοφίο, βλ. φρ. γάιδαρος με περικεφαλαία·
- γάιδαρος με ουρά, βλ. συνηθέστ. γάιδαρος με περικεφαλαία·
- γάιδαρος με πατέντα, βλ. φρ. γάιδαρος με περικεφαλαία·
- γάιδαρος με περικεφαλαία, έκφραση με την οποία χαρακτηρίζουμε τον πολύ αγενή, ανάγωγο, αδιάντροπο, άξεστο, αναίσθητο, αφιλότιμο, αχάριστο άνθρωπο: «με τη συμπεριφορά του έχει αποδείξει πολλές φορές, πως είναι γάιδαρος με περικεφαλαία, γι’ αυτό και τον πετάξαμε απ’ την παρέα μας»·
- γάιδαρος ξεσαμάρωτος ή γάιδαρος χωρίς σαμάρι, βλ. φρ. γαϊδούρι ξεσαμάρωτο, λ. γαϊδούρι·
- γκαστρώνει γάιδαρο ή γκαστρώνει και γάιδαρο, βλ. φρ. σκάει γάιδαρο·
- δανεικά ξύνονται οι γαϊδάροι, λέγεται στην περίπτωση που βλέπουμε να ανταλλάσσουν ευτελείς κολακείες ανάξιοι άνθρωποι: «επειδή είναι πλούσιοι, έχεις την εντύπωση πως έχουν αξιοπρέπεια απάνω τους! Δανεικά ξύνονται οι γαϊδάροι, αγόρι μου»·
- δένω το γάιδαρό μου, α. λύνω το οικονομικό ή επαγγελματικό μου πρόβλημα, εξασφαλίζομαι οικονομικά ή επαγγελματικά: «έστησε μια καλή δουλειά κι έχει δέσει το γάιδαρό του». β. διατηρώ μόνιμο ερωτικό δεσμό: «δεν ενδιαφέρεται για άλλες γυναίκες, γιατί έχει δέσει το γάιδαρό του». γ. παντρεύομαι, ιδίως καλοπαντρεύομαι: «πήρε την κόρη του τάδε εργολάβου κι έχει δέσει το γάιδαρό του»·
- δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα, λέγεται ειρωνικά για δυο άτομα που ανταγωνίζονται για την κατοχή πράγματος που όμως είναι ξένης ιδιοκτησίας: «απ’ τη μια οι Τούρκοι, η Κύπρος είναι τουρκική, απ’ την άλλη οι Άγγλοι, η Κύπρος είναι αγγλική, δεν ξέρω τι να πω, ρε παιδάκι μου, γιατί δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα»·
- είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που, ενώ είναι γεμάτος από μεγάλα ελαττώματα ή κουσούρια, κατηγορεί ή κοροϊδεύει κάποιον που έχει λιγότερα και μικρότερα ελαττώματα·
- εκατό χρονώ γάιδαρος περπατησιά δε μαθαίνει, βλ. φρ. παλιό γαϊδούρι καινούρια περπατησιά, γίνεται; λ. γαϊδούρι·
- έφαγα σαν γάιδαρος, έφαγα πάρα πολύ: «πεινούσα τόσο πολύ, που έφαγα σαν γάιδαρος»·
- έχει υπομονή γαϊδάρου, βλ. λ. υπομονή·
- ήλιος και φεγγάρι, παντρεύονται οι γαϊδάροι, βλ. λ. ήλιος·
- ήταν στραβό το κλήμα, το ’φαγε κι ο γάιδαρος, βλ. λ. κλήμα·
- θα σου χέσω το γάιδαρο, α. (απειλητικά) θα σε επιπλήξω πολύ αυστηρά, θα σε βρίσω άγρια: «για πρώτη φορά στη χαρίζω, αλλά, αν ξαναργήσεις στη δουλειά, θα σου χέσω το γάιδαρο». β. θα σε δείρω άγρια, θα σε ξυλοφορτώσω: «αν σε ξανακούσω να βρίζεις τα θεία, θα σου χέσω το γάιδαρο». Από το ότι ο γάιδαρος ήταν κάποτε για τις αγροτικές οικογένειες από τα πιο χρήσιμα ζώα για τις δουλειές τους·
- κάνω υπομονή γαϊδάρου, βλ. λ. υπομονή·
- κάποιου του χάριζαν γάιδαρο και τον κοιτούσε στα δόντια (να δει πόσο χρονών είναι), λέγεται ειρωνικά για άτομο που, ενώ του χαρίζουν κάτι, το εξετάζει για να δει σε πόσο καλή κατάσταση βρίσκεται ή πόσο αξίζει·
- κάποιου του χάριζαν γάιδαρο κι ήθελε και το σαμάρι, λέγεται για πλεονέκτη, που απαιτεί περισσότερα από αυτά που του προσφέρουν·
- κατά το γάιδαρο και το σαμάρι, βλ. λ. σαμάρι·
- κατά φωνή κι ο γάιδαρος, βλ. λ. φωνή·
- μαντζουράνα στο κατώι, γάιδαρος στα κεραμίδια, βλ. λ. κατώι·
- μετράω πόσες μύγες μπαίνουν στου γάιδαρου τον κώλο, βλ. λ. μύγα·
- μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου, βλ. λ. ουρά·
- μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές, δε θα ακούσεις ποτέ καλό λόγο ή σωστή συμβουλή από άνθρωπο κακό ή από ανάξιο δάσκαλο: «μα είναι δυνατό να συμβουλεύεσαι αυτόν τον παλιάνθρωπο; Μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές». Συνών. από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα / μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές·
- μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- να φας του γαϊδάρου πο ’χει, ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας αρνείται κάτι λέγοντάς μας όχι·
- νόμισα πως ήμουνα στο γάιδαρο καβάλα, ένιωσα μεγάλη ντροπή: «μόλις ο τάδε ανέφερε δημόσια πως γυρνούσα μέσα στους δρόμους μεθυσμένος, νόμισα πως ήμουνα στο γάιδαρο καβάλα»· βλ. και φρ. τον ανέβασαν στο γάιδαρο·
- ο γάιδαρος είναι γάιδαρος, και ας φορεί και σέλα, ο αγενής, ο ανάγωγος, ο αδιάντροπος, ο άξεστος, ο αναίσθητος, ο αφιλότιμος, ο αχάριστος άνθρωπος, είναι αδύνατο να αλλάξει χαρακτήρα: «μόλις ανέβηκε οικονομικά, προσπάθησαν οι φίλοι του να του μάθουν τρόπους για να τον μπάσουν και σε κανένα σαλόνι, αλλά ο γάιδαρος είναι γάιδαρος, και ας φορεί και σέλα». Συνών. ο βλάχος άρχων κι αν γενεί, βλαχίλα θα μυρίζει / ο χωριάτης άγιος κι αν γενεί, σκατένια έχει τη χάρη·
- ο γάιδαρος κάνει όλη τη δουλειά κι ο αγωγιάτης παίρνει τα λεφτά, βλ. λ. δουλειά·
- ο πεινασμένος γάιδαρος ξυλιές δε μετράει, ο φτωχός και ο ταλαίπωρος άνθρωπος υπομένει τα πάντα προκειμένου να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τη ζωή του: «όλοι, όταν τα ’χουνε κι είναι βολεμένοι, κάνουν τους περήφανους και τους μυγιάγγιχτους, όμως, ο πεινασμένος γάιδαρος ξυλιές δε μετράει»·
- όλοι οι μετά Χριστόν προφήτες γάιδαροι, βλ. λ. προφήτης·
- όποιος γάιδαρος κι αυτός σαμάρι, βλ. λ. σαμάρι·
- όποιος μιλήσει και λαλήσει, γαϊδάρου κώλο θα φιλήσει, απειλητική έκφραση υπό τύπο αστεϊσμού, ιδίως ανάμεσα σε παιδιά, για όποιον που παρά την απαγόρευση, μιλήσει·
- όποιος παίζει με το γάιδαρο, κλοτσιές θα φάει, όποιος κάνει παρέα με κατώτερους ανθρώπους, με αγροίκους, θα τον κακομεταχειρίζονται, ή όποιος ανακατεύεται σε ανάξιες υποθέσεις, τότε σίγουρα θα βγει ζημιωμένος: «καλά έπαθες και την πάτησες που συνεταιρίστηκε μ’ αυτό το κάθαρμα, γιατί έπρεπε να ξέρεις πως, όποιος παίζει με το γάιδαρο, κλοτσιές θα φάει»·
- οπού ακολουθάει το γάιδαρο, πίνει και τις πορδές του, όποιος έχει κακές συναναστροφές, υφίσταται και τις συνέπειες: «είναι αλήτης αυτός που κάνεις παρέα και πρόσεχε, γιατί, οπού ακολουθάει το γάιδαρο, πίνει και τις πορδές του»·
- πετάει ο γάιδαρος; Πετάει, ειρωνική αναφορά σε άτομο που δεν έχει προσωπική γνώμη, που δέχεται ευκολόπιστα κάποια γνώμη, χωρίς καν να την εξετάσει ή που υποχρεώνεται από ανάγκη να δέχεται τη γνώμη του άλλου, ακόμη και αν αυτή είναι παράλογη: «μην πάρεις τη γνώμη του τάδε, γιατί αυτός είναι πετάει ο γάιδαρος; Πετάει || απ’ τη στιγμή που έχει την ανάγκη του τι να κάνει! Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει για περισσότερη έμφαση με το μαζί με το σαμάρι. Αναφορά σε παιδικό παιχνίδι, που, κάθε φρ. του παιδιού που διευθύνει το παιχνίδι, αρχίζει με το πετάει πετάει·
- σκάει γάιδαρο ή σκάει και γάιδαρο, α. είναι μικρής νοημοσύνης: «μέχρι να καταλάβει αυτό που του λες, σκάει γάιδαρο». β. είναι πολύ εκνευριστικός: «σκάει γάιδαρο με τις ιδιοτροπίες του». γ. είναι πολύ ισχυρογνώμονας: «μέχρι να τον κάνεις να αλλάξει γνώμη, σκάει γάιδαρο». Από το ότι ο γάιδαρος είναι ένα ζώο με μεγάλη υπομονή, αλλά και με μεγάλο πείσμα·
- στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό, λέγεται για πειραματισμό, για προσπάθεια που γίνεται δοκιμαστικά ή που γίνεται για πρώτη φορά με αμφίβολη επιτυχία πάνω σε ανήμπορο ή κακομοίρη άνθρωπο, και που επιπλέον του φορτώνουν ή του χρεώνουν τις δυσάρεστες συνέπειες: «κάθε καινούρια ιδέα τ’ αφεντικό του τη δοκιμάζει πάνω στον κηπουρό του, γιατί βλέπεις, στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό». Συνών. στου κασίδη το κεφάλι όλοι κάνουν τον κουρέα·
- τον ανέβασαν στο γάιδαρο, τον διαπόμπεψαν: «μόλις τον έπιασαν να χαϊδεύει το μικρό κοριτσάκι, τον ανέβασαν στο γάιδαρο». Ο τρόπος αυτός διαπόμπευσης ανάγεται στην εποχή του Βυζαντίου και μάλιστα έβαζαν το άτομο που διαπόμπευαν να καθίσει ανάποδα στη ράχη του γαϊδάρου και τον υποχρέωναν να κρατά ως χαλινάρι την ουρά του· βλ. και φρ. νόμισα πως ήμουνα στο γάιδαρο καβάλα·
- του γαϊδάρου η ουρά είναι πιο βαριά απ’ το γάιδαρο, λέγεται στην περίπτωση που νιώθουμε πέρα ως πέρα εξαντλημένοι, όταν βρισκόμαστε στο τέλος μιας επίπονης υπόθεσης ή εργασίας: «έμειναν πενήντα μέτρα ακόμα για να τελειώσω την ασφαλτόστρωση του δρόμου κι έτσι μου ’ρχεται να τα παρατήσω απ’ την κούραση που νιώθω. -Του γαϊδάρου η ουρά είναι πιο βαριά απ’ το γάιδαρο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ ή το εμ βλέπεις· βλ. και φρ. φάγαμε το γάιδαρο κι απόμεινε η ουρά·  
- του χέζω το γάιδαρο, α. τον επιπλήττω, τον καθυβρίζω: «τον είδα που ενοχλούσε γέρο άνθρωπο και του ’χεσα το γάιδαρο». β. τον δέρνω άγρια, τον ξυλοφορτώνω: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, του ’χεσα το γάιδαρο κι ησύχασε»· 
- φάγαμε το γάιδαρο κι απόμεινε η ουρά (ενν. εδώ θα κολλήσουμε;) θέλουμε πολύ λίγο ακόμα για να τελειώσουμε εν σχέσει με το μέχρι τώρα έργο που έχουμε επιτελέσει: «τώρα θα τα παρατήσεις που φάγαμε το γάιδαρο κι απόμεινε η ουρά;». Λέγεται συνήθως για να ενθαρρύνουμε κάποιον που νιώθει εξαντλημένος ή αποθαρρημένος, τη στιγμή που πλησιάζει να τελειώσει το έργο που έχει αναλάβει. Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο. Συνών. φάγαμε το βόδι κι απόμεινε η ουρά·
- φορτώνομαι σαν γάιδαρος ή φορτώνομαι σαν το γάιδαρο, φορτώνομαι υπερβολικά: «κάθε Σάββατο πηγαίνω στο σούπερ μάρκετ και φορτώνομαι σαν γάιδαρος με όλα τα καλά»·
- φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι, α. λέγεται στην περίπτωση που αποδίδονται λάθος ευθύνες, που τιμωρείται για μια πράξη ένας αθώος αντί τουπραγματικού ενόχου: «επειδή ο τύπος είναι ανεψιός του φίλου του, ο διευθυντής τα ’κανε πλακάκια με τον υποδιευθυντή κι έριξαν το βάρος στον καημένο το λογιστή. -Φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι». β. λέγεται στην περίπτωση που κάποιος, επειδή δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αυτούς που είναι πιο ισχυροί ή ανώτεροί του, ξεσπάει σε αυτούς που είναι πιο αδύναμοι ή κατώτεροί του: «επειδή τον κατσάδιασε άσχημα ο διευθυντής του, αυτός έβγαλε όλα τ’ απωθημένα του στα καημένα τα υπαλληλάκια, γιατί, βλέπεις, φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι».   
-χρυσωμένος γάιδαρος, πάντα γάιδαρος είναι, η καλή εξωτερική εμφάνιση του ανθρώπου δε συμβαδίζει πολλές φορές και με το χαρακτήρα του: «όσο και να φτιαχτεί, όσο και να καλλωπιστεί, να του πείτε πως χρυσωμένος γάιδαρος, πάντα γάιδαρος είναι»· βλ. και φρ. ο γάιδαρος είναι γάιδαρος, και ας φορεί και σέλα.  

κάστανο

κάστανο, το, ουσ. [<αρχ. κάστανον], το κάστανο·
- έβαλαν τον τρελό να βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά, βλ. λ. τρελός·
- βγάζω τα κάστανα απ’ τη φωτιά, αναλαμβάνω να τακτοποιήσω δυσάρεστες ή επικίνδυνες καταστάσεις, που έχουν προκληθεί από άλλους: «κάνετε πρώτα του κόσμου τις βλακείες κι ύστερα φωνάζετε εμένα να βγάλω τα κάστανα απ’ τη φωτιά». Συνών. βγάζω το φίδι απ’ την τρύπα·
- δε χαρίζω κάστανα, δεν αστειεύομαι, δεν αφήνω ατιμώρητο αυτόν που ενήργησε εναντίον μου ή ενάντια στα συμφέροντά μου, δε δείχνω επιείκεια: «πρόσεχε πολύ πώς θα συμπεριφερθείς σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε χαρίζει κάστανα»·
- δεν τρέχει κάστανο, α. με κανέναν τρόπο, δεν υπάρχει περίπτωση, σε καμιά περίπτωση: «θα μου δανείσεις εκείνα τα λεφτά που σου ζήτησα; -Δεν τρέχει κάστανο || θα με βοηθήσεις αύριο στη μετακόμιση που θα κάνω; -Δεν τρέχει κάστανο». β. δε συμβαίνει, δε γίνεται τίποτα: «μην ανησυχείς, είναι τόσο μαλακός άνθρωπος, που, ό,τι και να του κάνεις, δεν τρέχει κάστανο». Συνών. δεν τρέχει τσάι·
- έγινε σαν κάστανο, (για ψητά κρέατα) έγινε πολύ τρυφερό και νόστιμο: «το αρνάκι που ψήσαμε στη σούβλα, έγινε σαν κάστανο»·
- καίνε τα κάστανα στα χέρια του, διαχειρίζεται ή αντιμετωπίζει μια πολύ σοβαρή υπόθεση: «μέχρι τώρα είχε εύκολες υποθέσεις, αλλά με τη νέα υπόθεση που ανέλαβε καίνε τα κάστανα στα χέρια του»·
- κάστανα σου καθαρίζουν; ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που χαίρεται, ιδίως που γελάει, χωρίς λόγο: «τι γελάς, ρε χάχα, κάστανα σου καθαρίζουν;». Συνών. αβγά σου καθαρίζουν(;)·
- τα κάστανα θέλουν κρασί και τα καρύδια μέλι, βλ. λ. μέλι.

ματιά

ματιά, η, ουσ. [<μάτι + κατάλ. -ιά], η ματιά. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- η ματιά που σκοτώνει, βλ. συνηθέστ. το βλέμμα που σκοτώνει, λ. βλέμμα·
- λοξή ματιά, βλ. φρ. λοξό βλέμμα, λ. βλέμμα·
- με μια δεύτερη ματιά, με μια δεύτερη πιο προσεκτική, πιο εμπεριστατωμένη εξέταση, θεώρηση: «στην αρχή μου φάνηκε πως ήταν εύκολη δουλειά, αλλά με μια δεύτερη ματιά εντόπισα όλες τις δυσκολίες της»·
- πλάγια ματιά, βλ. φρ. πλάγιο βλέμμα·
- ρίχνω μια ματιά, κοιτάζω κάπως βιαστικά: «η μητέρα έριξε μια ματιά στο φαγητό για να δει αν έγινε»·
- ρίχνω τη ματιά μου, βλέπω, κοιτάζω, ιδίως κάπως αυστηρά: «μόλις έριξα τη ματιά μου στην αίθουσα, σταμάτησαν αμέσως οι ψίθυροι». (Λαϊκό τραγούδι: όπου πατώ το πόδι μου και ρίξω τη ματιά μου, μεγάλος ντόρος γίνεται γύρω από τ’ όνομά μου
- την έκοψα με την πρώτη ματιά, μόλις την είδα, την κατάκτησα ερωτικά: «έλεγαν πως ήταν δύσκολη, αλλά την έκοψα με την πρώτη ματιά»·
- της κάνω ματιά, βλ. συνηθέστ. της κλείνω (το) μάτι, λ. μάτι·
- τον έκοψα με την πρώτη ματιά, μόλις τον είδα, κατάλαβα αμέσως το χαρακτήρα του, το ποιόν του: «τον έκοψα με την πρώτη ματιά πως είναι απατεώνας»·
- του κάνω ματιά, βλ. συνηθέστ. του κλείνω (το) μάτι, λ. μάτι·
- φαρμακερή ματιά, βλ. φρ. φαρμακερό βλέμμα, λ. βλέμμα·
- χάρισέ μου μια ματιά, κοίταξέ με: «χάρισέ μου μια ματιά, σκληρόκαρδη!». Λέγεται περισσότερο ως πείραγμα σε γυναίκα που μας ενδιαφέρει ερωτικά και αυτή μας αγνοεί.

χαμόγελο

χαμόγελο κ. χαμογέλιο, το, ουσ. [<χαμογελώ], το χαμόγελο·
- είναι πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, είναι πάντοτε αισιόδοξος, ευδιάθετος, χαρούμενος: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο είναι πάντα με το χαμόγελο στα χείλη»·
- θα σου κόψω το χαμόγελο, θα σε κάνω να χάσεις την καλή σου διάθεση, θα σε τιμωρήσω: «μην κοκορεύεσαι που μ’ έβαλες στο χέρι, γιατί θα ’ρθει η στιγμή που θα σου κόψω το χαμόγελο»·
- κόπηκε το χαμόγελό μου ή μου κόπηκε το χαμόγελο, έχασα απότομα την καλή μου διάθεση, γιατί μου ανήγγειλαν ή είδα κάτι που δε μου ήταν ευχάριστο ή επιθυμητό: «μόλις με πληροφόρησαν πως θα ’παιρνα μετάθεση στην επαρχία, μου κόπηκε το χαμόγελο || μόλις είδα τον εφοριακό να ’ρχεται, κόπηκε το χαμόγελό μου»·
- με (το) χαμόγελο, με όρεξη, με ευδιαθεσία, με αισιοδοξία: «αυτός ο άνθρωπος δουλεύει πάντα με το χαμόγελο || ό,τι και να του τύχει, το αντιμετωπίζει με χαμόγελο». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα με χαμόγελο πρωί πρωί ξυπνούμε και ξεκινούμε για τη δουλειά
- με το χαμόγελο στα χείλη, αισιόδοξα, ευδιάθετα, χαρούμενα: «πρωί πρωί ξεκίνησε για τη δουλειά του με το χαμόγελο στα χείλη». (Τραγούδι: με το χαμόγελο στα χείλη πάει ο φαντάρος μας μπροστά
- μοιράζω χαμόγελα, χαμογελώ δεξιά και αριστερά στους ανθρώπους που υπάρχουν τριγύρω μου: «μόλις κατέβηκε απ’ το αεροπλάνο άρχισε να μοιράζει χαμόγελα σ’ αυτούς που τον περίμεναν»·  
- πικρό χαμόγελο, το χαμόγελο που φανερώνει μελαγχολία, θλίψη, πίκρα ή μεγάλη στενοχώρια: «στα χείλη του ζωγραφίστηκε ένα πικρό χαμόγελο για τις ψευτιές που άκουγε»·
- σκάω (ένα) χαμόγελο, χαμογελώ, ενώ προηγουμένως ήμουν σοβαρός: «μόλις του ανήγγειλαν τα ευχάριστα νέα άφησε τη σοβαρή στάση που κρατούσε κι έσκασε ένα χαμόγελο»·
- χάρισέ μου ένα χαμόγελο, χαμογέλασέ μου: «έλα, μη μου κρατάς μούτρα, χάρισέ μου ένα χαμόγελο». Λέγεται και ως πείραγμα σε γυναίκα που μας ενδιαφέρει ερωτικά.