Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χαρίζομαι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

χαρίζομαι, ρ. [<χαρίζω], κάνω χάρη σε κάποιον, τον ευνοώ, μεροληπτώ υπέρ κάποιου: «δε χαρίζεται σε κανέναν».