ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF
χαρίζομαι, ρ. [<χαρίζω], κάνω χάρη σε κάποιον, τον ευνοώ, μεροληπτώ υπέρ κάποιου: «δε χαρίζεται σε κανέναν».