Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χαρέμι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

χαρέμι, το, ουσ. [τουρκ. <harem <αραβ. haram (= απαγορευμένο)]. 1. ο γυναικωνίτης των Μωαμεθανών. (Λαϊκό τραγούδι: ο πασάς κάνει γιουρούσι στο χαρέμι για τσιμπούσι). 2. το σύνολο των γυναικών με τις οποίες έχει ερωτικό δεσμό ένας άντρας: «ο τάδε έχει ολόκληρο χαρέμι». (Λαϊκό τραγούδι: χαρέμια έχουνε σωστά και γκόμενες σπαθάτες, με πιάνα με σαξόφωνα μαστούρια σαν αγάδες).3. το σύνολο των γυναικών που υπάρχουν σε μια οικογένεια: «είναι υποχρεωμένος να τρέφει ολόκληρο χαρέμι».